Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
plusieurs éléments de [un ensemble] (fr)[Classe]
plusieurs (fr)[Classe...]
ελάχιστοι, λίγο, λίγοι, μερικοί — poucas, pouco[Ant.]
πολυάριθμο — multiplicidade[Dérivé]
πολυάριθμο — multiplicidade[Dérivé]
galore (en) - πολλοί — muita gente, muitas pessoas, uma multidão - πολυάριθμος — inúmero, numeroso - άπειροι, αμέτρητοι, πολλοί, χιλιάδες — um monte - ένα, ένας, κάμποσα, κάμποσες, κάμποση, κάμποσης, κάμποσο, κάμποσοι, κάμποσος, κάμποσου, κάμποσους, κάμποσων, κάποια, κάποιας, κάποιες, κάποιο, κάποιοι, κάποιος, κάποιου, κάποιους, κάποιων, μερικά, μερικές, μερικοί, μερικούς, μερικών, μια — algum[Similaire]
ελάχιστοι, λίγο, λίγοι, μερικοί — poucas, pouco[Ant.]
muita • muitas (adj.) • muito/grande (adj.) • muitos (adj.) • numerosos (adj.) • um monte de • vários (adj.) • αρκετός (adj.) • κάμποσος (adj.) • πολοί (adj.)
-