Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
qui est propre au sexe fécondé (femelle)[Classe]
animal femelle[termes liés]
θήλυ — femelle[Rel.App.]
θηλυκότητα — féminitude - το να ανήκει κπ. σε ένα από τα δύο φύλα, φυλετικότητα, φύλο — sexe, sexualité[Dérivé]
βιολογία, βιολογική επιστήμη — biologie[Domaine]
αρσενικό λουλούδι, αρσενικός — mâle - ανδρόγυνος, αρσενικοθήλυκος — androgyne[Ant.]
θηλυκό φυτό — femelle[Spéc.]
το να ανήκει κπ. σε ένα από τα δύο φύλα, φυλετικότητα, φύλο — sexe, sexualité - θήλυ — femelle - θηλυκότητα — féminitude[Dérivé]
egg-producing, young-bearing (en) - pistillate (en) - female (en)[Similaire]
αρσενικό λουλούδι, αρσενικός — mâle - ανδρόγυνος, αρσενικοθήλυκος — androgyne[Ant.]
-