» 

dicionario analógico

صحفي, كاتب اليومياتημερολογιογράφοσ, χρονικογράφοσ - كاتب, كاتب بخط رديء, مُخَرْبِش، مؤلِّف كُتُب ومقالات تافِهَهαυτός που κάνει ορνιθοσκαλίσματα, κακογράφοσ - المُتَهَجّي, متهجيκαλός ή κακός στην ορθογραφία - transcriber (en) - ناسخ[Spéc.]

حرّر, كتب, كَتَبَεπικοινωνώ γραπτώς - كَاتَبَγράφω - كتب, كَتَبَγράφω - خَطَّ, دَوَّنَ, كتب, كَتَبَ, يَكْتُب, يَكْتُبُ رِسالَةً, يُؤَلِّف، يَكْتُبُ كِتاباً أو قَصيدَةًαποτυπώνω, γράφω, σταμπάρω, τυπώνω[Dérivé]

η ιδιότητα του συγγραφέα (n.) • λογοτέχνες (n.) • συγγραφέας (n.m.) • تَأليف، كَون الشَّخْص كاتِباً (n.) • كاتب (n.) • كَاتِب (n.)

-