Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
τουρίστας; εκδρομέας; επισκέπτης αξιοθεάτων; περιηγητής — Tourist; Touristin; Touristen-...; Ausflügler; Ausflüglerin[ClasseHyper.]
ταξιδιώτης — Reisende[Hyper.]
βλέπω, γυρίζω, επισκέπτομαι μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα, καλύπτω, περιηγούμαι, περιοδεύω — bereisen, erledigen, touren - tourismos, επίσκεψη αξιοθεάτων, τουρισμός — Fremdenverkehr, Tourismus - γύρος, διαδρομή, κυκλική διαδρομή, περιήγηση — Bahn, Rennstrecke, Rundreise - τουριστικόσ — touristisch[Dérivé]
εκδρομέασ[Spéc.]
βλέπω, γυρίζω, επισκέπτομαι μέσα σε συγκεκριμένο διάστημα, καλύπτω, περιηγούμαι, περιοδεύω — bereisen, erledigen, touren - γύρος, διαδρομή, κυκλική διαδρομή, περιήγηση — Bahn, Rennstrecke, Rundreise - tourismos, επίσκεψη αξιοθεάτων, τουρισμός — Fremdenverkehr, Tourismus[Dérivé]
Ausflügler (n.m.) • Ausflüglerin (n.f.) • Tourist (n.m.) • Touristin (n.f.) • Vergnügungsreisender (n.m.) • εκδρομέας (n.) • επισκέπτης αξιοθεάτων (n.) • περιηγητής (n.) • τουρίστας (n.m.)
-