Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
testemunha[Classe]
αυτόπτης μάρτυρας, μάρτυρας, μάρτυρας δικαστηρίου — informador, testemunha[Hyper.]
register (en)[PersonneQui~]
καταθέτω, ορκίζομαι, παίρνω όρκο — afirmar solenemente, depor, jurar - παίρνω τη θέση του μάρτυρα στο δικαστήριο — testemunhar - αποδεικνύω, αποκαλύπτω, αποτελώ απόδειξη, βεβαιώνω, βεβαιώνω για, βεβαιώνω ενόρκως, είμαι θετική απόρροια, μαρτυρώ, χρησιμεύω σαν απόδειξη — dar testemunho, testemunhar[Dérivé]
καταθέτω, ορκίζομαι, παίρνω όρκο — afirmar solenemente, depor, jurar - παίρνω τη θέση του μάρτυρα στο δικαστήριο — testemunhar - αποδεικνύω, αποκαλύπτω, αποτελώ απόδειξη, βεβαιώνω, βεβαιώνω για, βεβαιώνω ενόρκως, είμαι θετική απόρροια, μαρτυρώ, χρησιμεύω σαν απόδειξη — dar testemunho, testemunhar[Dérivé]
declarante (n.) • depoente (n.) • μάρτυρας (n.)
-