» 

dicionario analógico

αντιπρόσωπος επιχειρήσεωνagente de negócios, gestor de negócios - αντιπρόσωπος λογοτεχνών - θεματοφύλακασdepositário, fiador - καλλιτεχνικός πράκτορας - πληρεξούσιοςsubstituto - ατζέντης ευρέσεως εργασίας - πράκτορας μεταφορών - κυβερνητικός εκπρόσωπος - μάνατζερ,διαχειριστήςadestradora, domadora - εκπρόσωπος εργοστασίου - κηδεμόνας - νομικός σύμβουλος - πληρεξούσιοςrepresentante - εμπορικός αντιπρόσωποςagente comprador - ο εκπρόσωπος ενός πλοιοκτήτηagente marítimo - εμπορικός κατάσκοποςcomprador - ειδικός πράκτορας - καλλιτεχνικός μάνατζερ - γενικός αντιπρόσωπος - μυστικός πράκτοραςagente secreto, espião[Spéc.]

agential (en) - αντιπροσωπεία, αντιπροσώπευση, εκπροσώπησηrepresentação[Dérivé]

agente (n.m.) • αντιπρόσωπος (n.)

-