» 

dicionario analógico

absentér - air traveler, air traveller (en) - επισκέπτης, ερχόμενοςpříchozí - αστροναύτης, κοσμοναύτηςastronaut, kosmonaut - business traveler (en) - κομιστής, φορέαςnosič, nosník, posel - acompanhador, guia (pt) - concorrente, participante (pt) - folhasolta (pt) - perseguidor (pt) - αλλοδαπός, ξένη, ξένοςcizinec - hosteller (en) - αγγελιαφόρος, αγγελιοφόρος, απεσταλμένος, μαντατοφόρος, ξεναγός, συνοδός ομάδας τουριστώνkurýr, posel, průvodce, spěšný posel - μετανάστηςmigrující - μοτοσικλετιστήςmotocyklista - mover (en) - πεζοπορών επί τησ χιόνοσ - επιβάτηςcestující, osobní, pasažér - πεζοπόρος, πεζόςchodec - μεταφέρων διά σχεδίασvorař - jezdec - cavaleiro (pt) - corredor (pt) - scourer (en) - κολυμβητής-kyně, plavec - εκδρομέας, επισκέπτης αξιοθεάτων, περιηγητής, τουρίσταςturista - transient (en) - ταξιδεύων - επισκέπτης, καλώνhost, návštěva, návštěvník, telefonující - θαλασσοπόρος, ταξιδευτής, ταξιδιώτηςcestovatel, cestující - περιπλανώμενος, πλάνηςcestovatel, poutnička, poutník, tulák - οδοιπόρος, ταξιδιώτηςcestovatel, cestující, poutník - περιοδεύων, περιπατητικός - Marco Polo, Marco Pólo (pt)[Spéc.]

κινούμαι, περπατώ, πηγαίνωchodit, jet, jít, pohybovat se, šířit se - ταξιδεύωcestovat - εκδράμωcestovat, putovat - ταξιδεύωcestovat, plavit se, urazit - ταξιδεύωcestovat - andar, ir, viajar (pt)[Dérivé]

turista (n.) • ταξιδιώτης (n.)

-