» 

dicionario analógico

collection[Classe]

marchandise(αγορά; ψώνιο; εμπορεύματα πληθ.; πραμάτεια; αγαθό; προϊόν; είδος; εμπορεύματα (πληθ.); εμπόρευμα)[termes liés]

factotum (en)[Domaine]

SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]

collectionσειρά, συλλογή, συσσώρευση - rassemblementσυγκέντρωση, συνάθροιση, σύναξη[Hyper.]

marier, mélanger, mêlerανακατεύω, αναμιγνύω, συγχωνεύω - varierποικίλλω - de toute espèce, mélangé, mêlé, mixteανάμεικτος, ανομοιογενής, διάφορος, με άτομα και των δύο φύλων, μεικτός[Dérivé]

assorti, variéαρκετοί, διάφοροι, διάφορος, ποικίλος[CeQuiEst~]