Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
ensemble d'animaux (fr)[Classe]
montão, multidão, turba — κόσμος, πλήθος[Hyper.]
andar em grupo — πάω με το μπουλούκι, πάω μπουλούκι, συρρέω - ir em bando — κινούμαι αγεληδόν, συγκεντρώνομαι, συρρέω, συρρέω με το πλήθος - flock (en)[Dérivé]
combinação — συνδυασμός[Desc]
κοινότητα[Spéc.]
andar em grupo — πάω με το μπουλούκι, πάω μπουλούκι, συρρέω - ir em bando — κινούμαι αγεληδόν, συγκεντρώνομαι, συρρέω, συρρέω με το πλήθος - flock (en)[Dérivé]
bando (n.m.) • grupo (n.m.) • tropa (n.) • μπουλούκι (n.) • ομάδα (n.) • τσούρμο (n.)
-