» 

dicionario analógico

renascimento, ressurgência, ressurreição, revitalizaçãoανάκαμψη, αναζωογόνηση - melhoriaβελτίωση, βελτίωση, τελειοποίηση - adaptação, ajustamento, rectificaçãoδιαβάθμηση, διευθέτηση, προσαρμογή, ρύθμιση - conservaçãoδιατήρηση, συντήρηση, προστασία - recuperaçãoανάκαμψη, ανάνηψη, αποκατάσταση, ανακτώ την υγεία μου, συνέρχομαι[Spéc.]

melhorarβελτιώνομαι, βελτιώνω, καλυτερεύω - adiantar-se, avançar, desenvolver-se, evoluir, melhorar, progredir, triunfarαναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, πάω μπροστά, προάγω, προελαύνω, προκόβω, προοδεύω, προχωράω, προχωρώ, προωθούμαι, σημειώνω πρόοδο - desenvolver, promoverενθαρρύνω, προάγω, προωθώ[Dérivé]

melhoramento (n.) • progresso (n.) • βελτίωση (n.) • πρόοδος (n.)

-