Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
falência; fracasso (pt)[Classe]
dificuldade (pt)[Classe]
συμβάν[Hyper.]
fail (en) - αποτυγχάνω, πάω στραβά — गलत होना[Dérivé]
επιτυχία[Ant.]
πτώση, χρεοκοπία — अध-पतन, सत्यानाश, सर्वनाश - flame-out (en) - βλάβη, δυσλειτουργία, κακή λειτουργία — खराबी - αποβολή, αποτυχία, δικαστική πλάνη — नाकामी - αποτυχία, αστοχία - αποτυχία, παταγώδης αποτυχία, φιάσκο — विफलता - δυσμορφία, δυσπλασία - βλάβη, μηχανική βλάβη, μηχανική βλάβη που προκαλεί παύση λειτουργίας — खराब हो जाना, खराबी आना - ήττα, ακύρωση — असफल करना, हार[Spéc.]
fail (en) - αποτυγχάνω, πάω στραβά — गलत होना[Dérivé]
επιτυχία[Ant.]
αποτυχία (n.)
-