Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
texte de loi (fr)[Classe]
επίσημο έγγραφο, πράξη — acto, certificado, negócio jurídico[Hyper.]
δίκαιο, νομοθεσία, νόμοι, νόμος — ciências jurídicas, jurisprudência, legislação, lei[Desc]
νόμος για την καταπολέμηση των ναρκωτικών - νόμος για την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος - αντικοινοπρακτικός νόμος - όριο παραγραφής — prescrição - σύνταγμα — Constituição - δημόσιο δίκαιο — direito público - blue law (en) - νόμος ρύθμισης χρηματιστηρίου - gag law (en) - homestead law (en) - νόμος κοινωνικής αρωγής - νόμος καταστολής διαδήλωσης - ποτοαπαγόρευση[Spéc.]
actos legislativos (n.) • leis (n.) • νόμος (n.)
-