» 

dicionario analógico

διστακτικότητα; δισταγμός; αβεβαιότητα; απροθυμίαhesitação[Classe]

opinião[Classe]

υπόθεση; εικασίαsuposição; especulação; hipótese[Classe]

πρόβλεψηpredição; previsão[Classe]

εκτίμηση, προϋπολογισμός, υπολογισμός κατά προσέγγισηaproximação, avaliação, estimativa[Hyper.]

αναμένω, ας υποθέσουμε, εικάζω, θεωρώ, λογαριάζω, νομίζω, νομίζω ότι, πιστεύω, σκέφτομαι, συμπεραίνω, υποθέτω, υπολογίζω, υποψιάζομαι, φαντάζομαιachar, acreditar, calcular, crer, desconfiar, imaginar, pensar, postular, presumir, supor - αποτολμώ, διακινδυνεύωadivinhar, arriscar, aventurar, supor[Dérivé]