Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
nariz (pt)[Classe]
χημειο-υποδοχέας[Hyper.]
σπρώχνω, τρίβω ή χαϊδεύω κτ. με τη μύτη - nose (en) - οσμίζομαι, οσφραίνομαι[Dérivé]
μουσούδα, ράμφος, ρύγχος - rostrum, snout (en) - bocal, focinho, nariz (pt) - bicanca, nariz (pt) - γαμψή μύτη - προβοσκίδα - πλακουτσωτή μύτη - αετώδησ ρισ[Spéc.]
ρινικός - perinasal, perirhinal (en) - σπρώχνω, τρίβω ή χαϊδεύω κτ. με τη μύτη - nose (en) - οσμίζομαι, οσφραίνομαι[Dérivé]
turbinal, turbinate, turbinate bone (en) - ηθμοειδής αρτηρία - ρινική κοιλότητα - internasal suture, sutura internasalis (en) - ράχη της μύτης, ράχη της μύτης, άκανθα της ρινός - ρουθούνι[Desc]
μύτη (n.)
-