Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
-λαίμης (ως β΄ συνθ.)[ClasseHyper.]
partie d'une volaille découpée (fr)[ClasseParExt.]
principale partie visible de l'humain vue par l'humain (fr)[Classe...]
encolure (cheval) (fr)[DomainDescrip.]
extérieur du corps humain (fr)[DomainDescrip.]
εξωτερικό τμήμα σώματος[Hyper.]
cervical (pt)[Dérivé]
κορμί, σώμα[Desc]
bull neck (en)[Spéc.]
τραχηλικόσ[Rel.]
cervical (pt)[Dérivé]
φτερά ή τρίχωμα του τραχήλου - ζάρα λαιμού - θύμος αδένας - καρωτίδα, καρωτιδική αρτηρία - αυχενική αρτηρία - σφαγίτιδα, φλέβα του λαιμού - αναπνευστική οδός, τραχεία - αυχένας, σβέρκος - φάρυγγας - αυχενικός σπόνδυλος - στερνοκλειδοϋοειδής μυς[Desc]
-