» 

dicionario analógico

κέρατοchifre, corno - κτ. που έχει το σχήμα κέρατουchifre - θύσανος, λειρί, λοφίο ζώουcimo, crista - ψευδοπόδιο - flagelo - τρίχα - cirro, cirrus - αγκάθι ζώου, κόκαλο πτερυγίουespinho - aculea (en) - style (en) - λάχνη - ουράcauda, rabo, traseiro - άρθρωση υποκνήμιου ίππου - κεραία ζώου, πλοκάμιtentáculo - aresta, barba de milho - ακρώμιοacrômio - ala (en) - alveolar arch (en) - alveolar bone, alveolar process, alveolar ridge, gum ridge (en) - acrosome (en) - σάρκωμαcarúncula - κόνδυλος - κορωνοειδής απόφυση - επικονδύλιος απόφυση - fimbria - απόφυση - αιχμή, κόκκοσ - οστεόφυτο - θηλή - θηλή - σκωληκοειδής απόφυσηapêndice, apêndice vermiforme - μαστοειδής απόφυσηmastóide - στυλοειδής απόφυση - πτερυγοειδής απόφυση - βολβός, εξόγκωμα οστούeminência - απόφυση του ζυγωματικού - trochanter (en) - εγκάρσια απόφυσηprocesso transversal - οδοντοειδής απόφυση - μετάφυσηMetáfise - ωλέκρανο - ridge (en) - excrescência - φυτική απόφυση, φυτική εξέλιξη - papilla (en)[Spéc.]

απόφυση (n.) • παραφυάδα (n.) • προεξέχον τμήμα οργανισμού (n.)

-