Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
κέρατο — chifre, corno - κτ. που έχει το σχήμα κέρατου — chifre - θύσανος, λειρί, λοφίο ζώου — cimo, crista - ψευδοπόδιο - flagelo - τρίχα - cirro, cirrus - αγκάθι ζώου, κόκαλο πτερυγίου — espinho - aculea (en) - style (en) - λάχνη - ουρά — cauda, rabo, traseiro - άρθρωση υποκνήμιου ίππου - κεραία ζώου, πλοκάμι — tentáculo - aresta, barba de milho - ακρώμιο — acrômio - ala (en) - alveolar arch (en) - alveolar bone, alveolar process, alveolar ridge, gum ridge (en) - acrosome (en) - σάρκωμα — carúncula - κόνδυλος - κορωνοειδής απόφυση - επικονδύλιος απόφυση - fimbria - απόφυση - αιχμή, κόκκοσ - οστεόφυτο - θηλή - θηλή - σκωληκοειδής απόφυση — apêndice, apêndice vermiforme - μαστοειδής απόφυση — mastóide - στυλοειδής απόφυση - πτερυγοειδής απόφυση - βολβός, εξόγκωμα οστού — eminência - απόφυση του ζυγωματικού - trochanter (en) - εγκάρσια απόφυση — processo transversal - οδοντοειδής απόφυση - μετάφυση — Metáfise - ωλέκρανο - ridge (en) - excrescência - φυτική απόφυση, φυτική εξέλιξη - papilla (en)[Spéc.]
απόφυση (n.) • παραφυάδα (n.) • προεξέχον τμήμα οργανισμού (n.)