» 

dicionario analógico

πόρος, πόρος δέρματος - σπονδυλικός σωλήνας0 - σωληνάριο - canalículo (pt) - canal of Schlemm, Schlemm's canal, sinus venosus sclerae (en) - φλεβώδης κοίλωμα - δακρυϊκός σωλήνας - nasolacrimal duct (en) - Canais de Havers (pt) - ηπατικός σωλήνας - βουβωνικό κανάλι - κοινός χοληφόρος πόρος, χοληφόρος οδός - παγκρεατικός σωλήνας - λεμφικό αγγείο - σιελογόνος αγωγός - aqueduct of mid-brain, aqueductus cerebri, cerebral aqueduct, Sylvian aqueduct (en) - ουρητήρας - ουρήθρα - τράχηλος - ομφάλιος λώρος - γυναικείος κόλπος, κόλπος - επιδιδυμίδα - σπερματικός πόρος - δίοδος σπέρματος, σπερματικός σωλήνας - εκσπερματιστικός σωλήνας - χόνδρινος σωλήνας - λεπτός βρόγχος - πεπτική οδός, πεπτικός, πεπτικός σωλήνας - γαλακτοφόρος σωλήνας[Spéc.]

ductless (en) - δίνω, διαβιβάζω, μεταβιβάζω, μεταδίδω, μεταφέρω, παραδίδω, πασσάρω - διοχετεύω[Dérivé]

ampulla (en)[Desc]

αγωγός (n.) • σωλήνας (n.)

-