Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό — atributos, qualidade[Hyper.]
καλοσυνάτος — benevolente, benévolo, bondoso, simpática, simpático - ευεργετικός — benéfico, vantajoso - γερός, ευχάριστος, ευχαριστημένος, καλός, κεφάτος, ωφέλιμος — bem, bom - ευεργετικόσ, σωτήριοσ, σωτηριακόσ, υγιεινόσ, ωφέλιμοσ — bom - που απαιτεί σκέψη — bom - bom[Dérivé]
κακία, κακό — maldade[Ant.]