Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
degré, niveau — ένταση, βαθμίδα, βαθμός, επίπεδη επιφάνεια, επιφάνεια, στάθμη[Hyper.]
approfondir, devenir intense, intensifier — βαθαίνω, εντείνω - augmenter, renforcer — αυξάνομαι, εντείνομαι - activer, intensifier — αυξάνω, επιταχύνω - intense — έντονος, δριμύς, σφοδρός - intensif — εντατικός - intensivo, intenso (pt)[Dérivé]
force — αλκή, δύναμη, ρωμαλεότητα, ρώμη, σθένος - sévérité - accent, force, véhémence — έμφαση, εκφραστικότητα, παραστατικότητα, τονισμός, υπογράμμιση - haut — έπακρο, αποκορύφωμα, ζενίθ - férocité, fureur, furie, rage, véhémence, violence — αγριότητα, θηριωδία, λύσσα, μανία, ορμή[Spéc.]
approfondir, devenir intense, intensifier — βαθαίνω, εντείνω - augmenter, renforcer — αυξάνομαι, εντείνομαι - activer, intensifier — αυξάνω, επιταχύνω - intensivo, intenso (pt) - intense — έντονος, δριμύς, σφοδρός[Dérivé]
intensité (n.f.) • ένταση • βαθύτητα • εντατικότητα (n.) • σφοδρότητα (n.)
-