» 

dicionario analógico

patience[Classe]

tranquillité[Classe]

qualité attribuée au philosophe[ClasseParExt.]

stoïcisme (philosophie)[termes liés]

caractère, fond, nature, naturel, tempéramentδιάθεση, ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, ταμπεραμέντο, φύση, χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση[Hyper.]

serein, tranquilleάνετος, ήρεμος, ακίνητος, γαλήνιος, χωρίς ανησυχία, χωρίς δραστηριότητα[Propriété~]

donner un sédatif àγαληνεύω, ηρεμιστικό, ηρεμώ, ησυχάζω, καθησυχάζω, καλμάρω, κατευνάζω, χορηγώ καταπραϋντικό - apaiser, calmer, s'apaiser, tranquilliserηρεμώ, ηρεμώ κπ., ησυχάζω, ησυχάζω κπ., καταλαγιάζω, καταπραΰνω, κατευνάζω - calmer - sereinήρεμος, γαλήνιος - maître de soiήρεμος, ζυγιασμένος, νηφάλιος, που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, συγκρατημένος, ψύχραιμος[Dérivé]

nervosité confuse[Ant.]