Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
rys, rys osobnosti — γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα - pošetilost — βλακεία, ηλιθιότητα, παραλογισμός[Hyper.]
otupělý — ανόητος, αποχαυνωμένος - nerozumný — ανόητος, απερίσκεπτος[Dérivé]
ακρισία - pošetilost — βλακεία, ηλιθιότητα, παραλογισμός - asininity (en)[Spéc.]
moudrost — σοφία, σύνεση, φρόνηση[Ant.]
hloupost (n.) • nerozum (n.) • pošetilost (n.) • αφροσύνη (n.) • μωρία (n.) • τρέλα (n.)
-