Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
rys, rys osobnosti — χαρακτηριστικό γνώρισμα[Hyper.]
hrdý, nezávislý, pyšný — ανεξάρτητος, περήφανος, που δε δέχεται βοήθεια[Dérivé]
hrdý, nezávislý, pyšný — ανεξάρτητος, περήφανος, που δε δέχεται βοήθεια[Dériv.]
hrdost (n.) • pýcha (n.) • αξιοπρέπεια (n.) • εγωισμός (n.) • υπερηφάνεια (n.) • φιλότιμο (n.)
-