Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
tradicionalismo; conservadorismo — παραδοσιαρχία; παραδοσιοκρατία; συντηρητικότητα; συντηρητισμός[ClasseHyper.]
ορθοδοξία[Hyper.]
tradicionalista — ισχυρογνώμων, στενοκέφαλοσ, σφιχτόσ[Propriété~]
bota de elástico — αδιάλλακτος, συντηρητικός - traditionalistic (en) - tradicional[Dérivé]
academicismo — σχολαστικισμός, τυπολατρία[Spéc.]
bota de elástico — αδιάλλακτος, συντηρητικός[Dérivé]
tradicionalismo (n.m.) • παραδοσιαρχία (n.) • παραδοσιοκρατία (n.)
-