Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό — atributos, qualidade[Hyper.]
αδιαμφισβήτητος, αληθινός, βέβαιος, σίγουρος — certo - incerto[Dérivé]
αβεβαιότητα, ανασφάλεια, διστακτικότητα — incerteza, precariedade[Ant.]
cert (en) - αναπόφευκτο - αναπόφευκτο — inevitabilidade - surety (en) - αδιαφιλονίκητο, αναμφισβήτητο — incontestabilidade, indisputabilidade - προβλεψιμότητα — previsibilidade - slam dunk (en) - moral certainty (en)[Spéc.]
αδιαμφισβήτητος, αληθινός, βέβαιος, σίγουρος — certo - incerto[Dériv.]
αβεβαιότητα, ανασφάλεια, διστακτικότητα — incerteza, precariedade[Ant.]
certeza (n.) • βεβαιότητα (n.) • σιγουριά (n.)
-