Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
caractère d'une chose difficile[ClasseHyper.]
qualité — αρετή, ποιότητα, χαρακτηριστικό[Hyper.]
difficile, dur, pénible — δύσκολος, ενοχλητικός, ζόρικος, κοπιώδης, προβληματικός[Propriété~]
élémentarité, simplicité — απλότητα, αφέλεια, ευκολία, λιτότητα[Ant.]
caractère (de qqch) exigeant un effort délibéré - rigueur — δριμύτητα, σφοδρότητα, τραχύτητα - dureté - dureté - lourde difficulté - subtilité — λεπτότητα, φινέτσα - ennui anxiogène — ενόχληση[Spéc.]
difficile, dur, pénible — δύσκολος, ενοχλητικός, ζόρικος, κοπιώδης, προβληματικός[Dériv.]
élémentarité, simplicité — απλότητα, αφέλεια, ευκολία, λιτότητα[Ant.]
difficulté (n.f.) • δυσκολία (n.)
-