Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
état de ce qui est sérieux (fr)[ClasseHyper.]
qualité attribuée au philosophe (fr)[ClasseParExt.]
γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα — feição, peculiaridade, traço[Hyper.]
sério - sério - επίσημος, που δεν αστειεύεται — sério - αποφασισμένος, ειλικρινής, σοβαρός — grave, responsável, sério, sincero, solene - reflexivo - επιπόλαιος, μη σοβαρός — frívolo, fútil - μετρημένος, σοβαρός — sóbrio[Dérivé]
επιπολαιότητα, επιπόλαιη πράξη — coisa vã, frivolidade[Ant.]
engajamento - σοβαρότησ, σοβαρότητα — sobriedade - αξιοπρέπεια, αταραξία, γαλήνη, επισημότητα, ηρεμία, σοβαρότησ, σοβαρότητα — calma, solenidade[Spéc.]
μετρημένος, σοβαρός — sóbrio[Dérivé]
επίσημος, που δεν αστειεύεται — sério - επιπόλαιος, μη σοβαρός — frívolo, fútil[Dériv.]
επιπολαιότητα, επιπόλαιη πράξη — coisa vã, frivolidade[Ant.]
seriedade (n.) • ειλικρίνεια (n.) • σοβαρότητα (n.)
-