Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.015s
feição, peculiaridade, traço — γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό γνώρισμα[Hyper.]
emocional, emotivo, excitado — συναισθηματικός[Propriété~]
emocional, emotivo — ευσυγκίνητος, συναισθηματικός - frígido, frio, impassível, sério — ανέκφραστος, ασυγκίνητος - quente — διαχυτικός, ζεστός, θερμός - frio — κρύος, ψυχρός - emocional - cálido, caloroso, cordial — ανοιχτόκαρδος, ζεστός, θερμός, στοργικός, χαρούμενος - αναιδής, εξαίρετος, ψυχρός - emocional — συναισθηματικός[Dérivé]
απάθεια[Ant.]
drama — συναρπαστικά γεγονότα - demonstrativeness (en) - afeição, amor, apego — θερμότητα - desleixo — γλυκερότητα, τσαπατσουλιά - calor, paixão — λαύρα - temperament (en) - excitability, excitableness, volatility (en)[Spéc.]
hyperémotivité (fr) - emocional — συναισθηματικός - emocional[Dérivé]
emocional, emotivo — ευσυγκίνητος, συναισθηματικός - frígido, frio, impassível, sério — ανέκφραστος, ασυγκίνητος - quente — διαχυτικός, ζεστός, θερμός - frio — κρύος, ψυχρός - cálido, caloroso, cordial — ανοιχτόκαρδος, ζεστός, θερμός, στοργικός, χαρούμενος - αναιδής, εξαίρετος, ψυχρός[Dériv.]
απάθεια[Ant.]
emotividade (n.f.) • ευσιγκινησία (n.) • συναισθηματισμός (n.)
-