Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
élément d'une description (fr)[Classe]
caractère de l'individu (fr)[ClasseHyper.]
ιδιότητα — atribut[Hyper.]
ατομικότητα, προσωπικότητα — bytost, charakter, osobitost, osobnost[Desc]
υπόσταση, χαρακτήρας — charakter, povaha, profil - ιδιοσυγκρασία, πάστα, προσωπικότητα, στόφα, φύση — povaha, příroda, typ - compulsividade (pt) - ευσιγκινησία, συναισθηματισμός — citovost, emotivita - απάθεια — bezcitnost, necitlivost - δραστηριότητα, ενεργητικότητα — čilost, činnost, živost - αδράνεια, νωθρότητα — liknavost, nečinnost, netečnost, ochablost - ειλικρίνεια, σοβαρότητα — opravdovost, vážnost - επιπολαιότητα, επιπόλαιη πράξη — lehkovážnost, pošetilost, povrchnost - κοινωνικότητα — komunikativnost, sdílnost - αντικοινωνικότητα — nesdílnost, uzavřenost - thoughtfulness (en) - αδιαφορία, απερισκεψία — bezmyšlenkovitost, nepozornost - παρατηρητικότητα — všímavost - αμέλεια — nevšímavost - Masculinidade (pt) - θηλυκότητα — ženskost - αξιοπιστία, εμπιστοσύνη — důvěryhodnost, spolehlivost - αναξιοπιστία — nedůvěryhodnost - ατομικότητα — individualismus - μιζέρια, πλεονεξία, τσιγγουνιά, τσιγκουνιά, φιλαργυρία — hrabivost, lakomství, lakota, lakotnost, skoupost - εγωισμός, εγωκεντρισμός, προσωπικό συμφέρον — egoismus, sobeckost, sobectví, vlastní zájem - δυναμισμός, ενεργητικότητα, ενθουσιασμός, ζωηρότητα, ζωντάνια — elán, energie, motivovanost, puzení - αποφασιστικότητα, επιμονή, σταθερότητα — odhodlanost, pevnost, rozhodnost - αναποφασιστικότητα — nerozhodnost, váhavost - 2υποταγή, αυτοπειθαρχία, ευπείθεια, πειθαρχία, υπακοή — disciplína, kázeň - ανυπακοή, απείθεια, απειθαρχία — nekázeň - αξιοπρέπεια, εγωισμός, υπερηφάνεια, φιλότιμο — hrdost, pýcha - ταπεινότητα — nízký původ, pokora - σοφία, σύνεση, φρόνηση — moudrost - αφροσύνη, μωρία — nerozum - διορατικότητα, κρίση, οξυδέρκεια — bystrost, důvtip - εμπιστοσύνη, ευθύνη — důvěra, zodpovědnost - έλλειψη εμπιστοσύνης, δυσπιστία, καχυποψία — nedůvěřivost - καθαριότητα — čistota, čistotnost - uncleanliness (en) - διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο — chování, mrav - ευπείθεια — poddajnost, povolnost - ανυπακοή — nepoddajnost - ruralism, rurality (en) - αμηχανία, διστακτικότητα, δυσπιστία εισ εαυτόν — nedostatek sebedůvěry, nesmělost, ostych, rozpaky - αλτρουισμός, ανιδιοτέλεια — altruismus - κενοδοξία, ματαιοδοξία, ματαιοφροσύνη[Spéc.]
rys (n.) • rys osobnosti (n.) • γνώρισμα (n.) • χαρακτηριστικό (n.) • χαρακτηριστικό γνώρισμα (n.)
-