Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
ação, acção, acto, i — δράση, πράξη[Hyper.]
inactive (en) - inactivo — αδρανής, ανενεργός, αχρησιμοποίητο[Dérivé]
actividade, atividade, ocupação — απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση[Ant.]
intervalo, pausa — ανάπαυλα, παύση - espera, esperança, serviço — αναμονή - relaxação — ανάπαυλα, ανάπαυση, ξεκούραση - ociosidade, preguiça — αδράνεια, καθισιό - adiar, retardar — αργοπορία, καθυστέρηση, χρονοτριβή[Spéc.]
inactive (en) - inactivo — αδρανής, ανενεργός, αχρησιμοποίητο[Dérivé]
actividade, atividade, ocupação — απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση[Ant.]
ociosidade (n.) • αδράνεια (n.) • απραξία (n.)
-