Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
mistificação; dissimulação; falácia; engano; trapaça; fraude; fraudulência — δόλος; απάτη; δολιότητα; εξαπάτηση; παραπλάνηση[ClasseHyper.]
actividade, atividade, ocupação — απασχόληση, ασχολία, δραστηριότητα, ενασχόληση[Hyper.]
apagar, esconder — εξαλείφω, κρύβω, σβήνω - acobertar, dissimular, encobrir, esconder, ocultar, tampar, tapar — κρύβω - atenuar, esconder, guardar, guardar segredo, omitir — αντιπαρέρχομαι, αποκρύπτω, δεν κοινοποιώ, δεν το μοιράζομαι με άλλους, κρατώ κτ. για τον εαυτό μου, κρατώ κτ. κρυφό, κρατώ μυστικό[Dérivé]
camuflagem, disfarce — καμουφλάζ, μεταμφίεση, παραλλαγή - mask (en) - abrigo — κάλυμμα, κάλυψη - cover (en) - fraude — απόκρυψη - enterro — ενταφιασμός, ταφή - cortina de fumaça - disfarce — κρυφός, κρυφός ή ύπουλος τρόπος ενέργειας, ύπουλος τρόπος ενέργειας - branqueamento de capitais, Lavagem de Dinheiro — νομιμοποίηση παράνομου χρήματος[Spéc.]
apagar, esconder — εξαλείφω, κρύβω, σβήνω - acobertar, dissimular, encobrir, esconder, ocultar, tampar, tapar — κρύβω - atenuar, esconder, guardar, guardar segredo, omitir — αντιπαρέρχομαι, αποκρύπτω, δεν κοινοποιώ, δεν το μοιράζομαι με άλλους, κρατώ κτ. για τον εαυτό μου, κρατώ κτ. κρυφό, κρατώ μυστικό[Dérivé]
encobrimento (n.) • ocultação (n.) • απόκρυψη (n.) • κρύψιμο (n.) • συγκάλυψη (n.)
-