» 

dicionario analógico

camuflagem, disfarceκαμουφλάζ, μεταμφίεση, παραλλαγή - mask (en) - abrigoκάλυμμα, κάλυψη - cover (en) - fraudeαπόκρυψη - enterroενταφιασμός, ταφή - cortina de fumaça - disfarceκρυφός, κρυφός ή ύπουλος τρόπος ενέργειας, ύπουλος τρόπος ενέργειας - branqueamento de capitais, Lavagem de Dinheiroνομιμοποίηση παράνομου χρήματος[Spéc.]

apagar, esconderεξαλείφω, κρύβω, σβήνω - acobertar, dissimular, encobrir, esconder, ocultar, tampar, taparκρύβω - atenuar, esconder, guardar, guardar segredo, omitirαντιπαρέρχομαι, αποκρύπτω, δεν κοινοποιώ, δεν το μοιράζομαι με άλλους, κρατώ κτ. για τον εαυτό μου, κρατώ κτ. κρυφό, κρατώ μυστικό[Dérivé]

encobrimento (n.) • ocultação (n.) • απόκρυψη (n.) • κρύψιμο (n.) • συγκάλυψη (n.)

-