» 

dicionario analógico

rušení veřejného pořádkuδιατάραξη κοινής ησυχίας, διατάραξη τάξης, διατάραξη της κοινής ειρήνης, διαταραχή - falešné důvodyψευδείς ισχυρισμοί - veřejné pohoršeníπροσβολή δημοσίας αιδούς - křivá přísahaψευδομαρτυρία - pobuřování, štvaníανταρσία, στάση, στασιασμός - trestný činαδίκημα, αξιόποινη πράξη[Spéc.]

porušit, prohřešit seαθετώ, παραβιάζω - porušit, překročitκαταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω[Dérivé]

delikt (n.) • porušení (n.) • škraloup (n.) • trestný čin (n.) • καταστρατήγηση (n.f.) • παράβαση (n.f.) • παραβίαση (n.f.) • παρανομία (n.)

-