Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.016s
καταστρατήγηση; παράβαση; παρανομία; παραβίαση; καταπάτηση; υπέρβαση — trestný čin; škraloup; delikt; porušení; přečin[ClasseHyper.]
écart de conduite (fr)[Classe]
ανυπακοή; απειθαρχία — neposlušnost; nekázeň[Classe]
law (en)[Domaine]
CriminalAction (en)[Domaine]
έγκλημα, εγκληματική ενέργεια — trestný čin, zločin[Hyper.]
αθετώ, παραβιάζω — porušit, prohřešit se - καταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω — porušit, překročit[Nominalisation]
διατάραξη κοινής ησυχίας, διατάραξη τάξης, διατάραξη της κοινής ειρήνης, διαταραχή — rušení veřejného pořádku - ψευδείς ισχυρισμοί — falešné důvody - προσβολή δημοσίας αιδούς — veřejné pohoršení - ψευδομαρτυρία — křivá přísaha - ανταρσία, στάση, στασιασμός — pobuřování, štvaní - αδίκημα, αξιόποινη πράξη — trestný čin[Spéc.]
αθετώ, παραβιάζω — porušit, prohřešit se - καταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω — porušit, překročit[Dérivé]
delikt (n.) • porušení (n.) • škraloup (n.) • trestný čin (n.) • καταστρατήγηση (n.f.) • παράβαση (n.f.) • παραβίαση (n.f.) • παρανομία (n.)
-