» 

dicionario analógico

façon, manière de travailler (fr)[ClasseParExt.]

εργασίες; λειτουργία; εφαρμογή; ισχύςأداء; إجراء; عمل; عَمَل، تَنْفيذ العَمَل[ClasseHyper.]

απασχόληση, δουλειά, εργασία, προϊόν εργασίας, πόστοشُغل, شُغْل, عمل, عَمَل, عَمَل، جُهْد, مَكان العَمَل, مُهِمَّه، عَمَل يقوم به الشَّخْص, نَتيجَة العَمَل، مَنْتوج[Hyper.]

δουλεύω, λειτουργώ, πετυχαίνωإشتغل, عَمِلَ, يَعْمَل, يَعْمَل، تَعْمَل الآلَه, يَعْمَل، يَنْجَح, يَنْجَح, يُشَغِّل - διαδικαστικόςإجرائي, إجْرائي, إِجْرَائِيّ[Dérivé]

σε καλή λειτουργική κατάσταση, σε λειτουργίαشغّال, صالِح للعَمَل، في حالة جَيِّدَه للعَمَل, يَعْمَل، صَالِح لِلإسْتِعْمَال - δουλεύω, λειτουργώ, πετυχαίνωإشتغل, عَمِلَ, يَعْمَل, يَعْمَل، تَعْمَل الآلَه, يَعْمَل، يَنْجَح, يَنْجَح, يُشَغِّل - διαδικαστικόςإجرائي, إجْرائي, إِجْرَائِيّ[Dérivé]

εργασίες (n.) • εφαρμογή (n.) • ισχύς (n.) • λειτουργία (n.) • أداء (n.) • إجراء (n.) • إجْراء (n.) • عمل (n.) • عَمَل، تَنْفيذ العَمَل (n.) • عَمَلِيَّة (n.)

-