Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
ιστός[Classe]
(εκκριτικό όργανο; αδένας)[Thème]
εξωκρινής αδένας[Classe]
όρχεις (λαϊκ.)[Classe]
rim (pt)[Classe]
ενδοκρινής αδένας[Classe]
glande aux éléments groupés sur un canal excréteur (fr)[Classe]
αδένας, εκκριτικό όργανο[Gén.]
ήπαρ, συκώτι - ωοθήκη - ιδρωτοποιός αδένας - παρωτίδες, παρωτίδες αδένες - adénocarcinome (fr) - glândula sebácea (pt) - glande bulbo-urétrale (fr) - μαστικός αδένας, μαστός - γονάδα - glande sous-maxillaire (fr) - επινεφρίδιος αδένας, τα επινεφρίδια - φλοιός των επινεφριδίων - seminal gland (en) - Glândula uropigial (pt)[Spéc.]
-