» 

dicionario analógico

croire (fr)[Classe]

θεωρώ δεδομένο; θεωρώ κτ. ως δεδομένο; δε δίνω ιδιαίτερη σημασία σε κτ.; εικάζω; υποθέτω; συμπεραίνω; νομίζω ότι; ας υποθέσουμε; σκέφτομαι; νομίζω; θεωρώ; πιστεύω; φαντάζομαι; αναμένω; υπολογίζω; λογαριάζω; υποψιάζομαιsupor; pôr; fiar-se em; admitir; dar por certo; não valorizar; presumir; acreditar; crer; pensar que; suspeitar; suspeitar de; refletir; dar uma pensada; postular; achar (que); imaginar; calcular; contar (com); desconfiar[Classe]

(ύποπτος; σκιερός; αναξιόπιστος; που εμπνέει υποψίες; που προκαλεί καχυποψία)(suspeito; dúbio; sombroso)[Thème]