» 

dicionario analógico

déluré (fr) - ที่มีความรู้ - vingnenne (fr) - spirited (en) - ซึ่งใช้คำพูดอย่างมีไหวพริบ, ปัญญาไวεύστροφος, πνευματώδης - astucioso, sábio (pt) - impish, mischievous (en) - ซนδιαβολικόσ, σκανδαλιάρικος, σκανταλιάρης - มีเล่ห์เหลี่ยมδυσνόητος, δόλιος, επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός, πανούργος, πονηρός - ฉลาดέξυπνος, σβέλτος - เต็มไปด้วยความคิดริเริ่มและสามารถแก้ปัญหาได้ดีεπινοητικός, εφευρετικός, εφευρυτικός - roué (fr) - seasoned (en) - มีไหวพริบดี, เฉลียวฉลาดοξύνους, συνετός, φρόνιμος - ซี่งมีกลอุบายανέντιμος, πανούργος - insinuating (en) - บางαπροσδιόριστος, λεπτός, μικρός - política, político (pt) - zombador (pt) - madré (fr) - slick (en) - เกี่ยวกับการเจรจาต่อรองδιακριτικός - débrouillard, débrouille (fr) - démerdard, démerdeur (fr) - ซึ่งทำอย่างลับ ๆ, ซึ่งมีเล่ห์เหลี่ยม, ที่ทำเล่ห์เหลี่ยมหลอกลวง, มีเล่ห์เหลี่ยม, เจ้าเล่ห์, เต็มไปด้วยเล่ห์έξυπνος, επιτήδειος, πανούργος, πονηρός, που μπορεί να εξαπατήσει, τσαχπίνικος - combinard (fr) - malin comme un singe, malin comme un zèbre (fr) - υπολογιστικόσ - mièvre (fr) - tortu (fr) - expectant (en) - esprité (fr)[Spéc.]

-