Conteùdo de sensagent
Publicidade ▼
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.826s
Ώρχους — Aarhus - αρμοδιότητα των δικαστηρίων — competência jurisdicional - κοινωνικοοικονομικές συνθήκες — condição socioeconómica - συμβούλιο πολιτιστικής συνεργασίας — Conselho de Cooperação Cultural - CREST — CREST - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Παραγωγικότητας — Agência Europeia para a Produtividade - Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας — Agência para a Energia Nuclear - οπτικοακουστικό τεκμήριο — documento audiovisual - Ντουμπάι — Dubai - πρόγραμμα γεωργικής ανάπτυξης — plano de desenvolvimento agrícola - εκτυπωτής — impressora - αλμυρό νερό — água salgada - υπόγεια ύδατα — água subterrânea - λύματα — água residual - κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις — equipamento sociocultural - κοινοτική αλιεία — pesca comunitária - Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας — Agência Internacional de Energia - τυρί αίγειο — queijo de cabra - τυρί αγελαδινό — queijo de vaca - Φούτζερα — Fujeirah - εξόριστη κυβέρνηση — governo no exílio - βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων — indústria audiovisual - νομολογία — jurisprudência - νομολογία ΕΚ — jurisprudência CE - ομόσπονδο κράτος — Estado federado - ανθυγιεινές κατοικίες — habitação insalubre - μικροοικονομία — microeconomia - διαστική διακίνηση — migração interurbana - ενδοαστική διακίνηση — migração intra-urbana - Οστ φορ Στόρμπαιλτ — Leste de Storebælt - οργανόγραμμα — organigrama - κρέας θηραμάτων — carne de caça - ποιοτική ανάλυση — análise qualitativa - ανταγωνιστικότητα — combatividade, competitividade - Macedónia, Macedônia - καύση των αποβλήτων — incineração de resíduos - άτυπη μορφή εργασίας — trabalho atípico - καρκινοειδή, μαλακόστρακο, οστρακόδερμο — crustáceo, crustáceos - περιγραφή καθηκόντων εργασίας — descrição de funções - δικαίωμα των κρατών — direito dos Estados - δικαιώματα των αλλοδαπών — direito dos estrangeiros - δικαιώματα των μειονοτήτων — direitos das minorias - εταιρικό δίκαιο — direito das sociedades comerciais - δίκαιο των μεταφορών — direito dos transportes - στεγαστικό δίκαιο — direito da habitação - εργατικό δίκαιο — direito do trabalho - εκλογικό δίκαιο — direito eleitoral - μερική απασχόληση στη γεωργία — agricultura a tempo parcial - χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις — regulamentação financeira - διεθνές φορολογικό δίκαιο — direito fiscal internacional - δασική νομοθεσία — legislação florestal - διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο — direito humanitário internacional - διεθνές δίκαιο — direito internacional - ιδιωτικό διεθνές δίκαιο — direito internacional privado - δημόσιο διεθνές δίκαιο — direito internacional público - δίκαιο γαμικών σχέσεων — direito matrimonial - εθνικό δίκαιο — direito nacional - δίκαιο της πυρηνικής ενέργειας — direito nuclear - ποινικό δίκαιο — direito penal - οικονομικό έγκλημα — delito económico - διεθνές ποινικό δίκαιο — direito penal internacional - ιδιωτικό δίκαιο — direito privado - γεωργία για εμπορικούς σκοπούς — agricultura comercial - δημόσιο δίκαιο — direito público - αγροτικό δίκαιο — direito rural - κοινωνικό δίκαιο — direito social - δικαίωμα εδαφικού χαρακτήρα — direito territorial - Δεξιά — direita política - δικαιώματα του πολίτη — direitos cívicos - δικαιώματα του ανθρώπου — direitos do Homem - δικαιώματα της γυναίκας — direitos da mulher - καλλιέργεια με σύμβαση — agricultura contratual - ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα — Direitos Especiais de Saque - ντάμπινγκ — dumping - προσδόκιμο επιβίωσης — esperança de vida - διάρκεια σπουδών — duração dos estudos - διάρκεια ισχύος του μισθωτηρίου — duração do arrendamento - διάρκεια της εργασίας — duração do trabalho - νόμιμη διάρκεια της εργασίας — duração legal do trabalho - χώρες της EAMA — países EAMA - ομαδική καλλιέργεια — agricultura de grupo - Ήστ Άνγκλια — East Anglia - κοινοτικά ύδατα — águas comunitárias - νερό φυσικής διήθησης — água de infiltração - νερό κολύμβησης — água termal - εσωτερικά ύδατα — águas interiores - ορεινή γεωργία — agricultura de montanha - διεθνή ύδατα — mar alto - αλμυρό νερό — água salgada - επιφανειακά ύδατα — água superficial - χωρικά ύδατα — mar territorial - λύματα — água residual - γεωργικές συναλλαγές — trocas agrícolas - εμπορικές συναλλαγές — trocas comerciais - ανταλλαγή πληροφοριών — permuta de informação - ανταλλαγή δημοσιεύσεων — permuta de publicações - εξωκοινοτικές συναλλαγές — comércio extracomunitário - ενδοκοινοτικές συναλλαγές — comércio intracomunitário - συναλλαγές κατά ομάδα χωρών — comércio por grupos de países - συναλλαγές κατά χώρα — comércio por país - συναλλαγές κατά προϊόν — comércio por produtos - εκτατική γεωργία — agricultura extensiva - μισθολογική κλίμακα — escala de salários - σχολείο εξωτερικού — escola no estrangeiro - Ευρωπαϊκά Σχολεία — escola europeia - διεθνές σχολείο — escola internacional - εθνικό σχολείο — escola nacional - πρόσβαση στην αγορά — acesso ao mercado - εντατική γεωργία — agricultura intensiva - οικονομία — economia - γεωργική οικονομία — economia agrícola - συλλογική οικονομία — economia colectiva - οικονομία συντονισμού — economia concertada - διαρθρωτική προσαρμογή — ajustamento estrutural - οικονομία πολέμου — economia de guerra - οικονομικά της επιχείρησης — economia da empresa - περιφέρειες της Αυστρίας — regiões da Áustria - μεσογειακή γεωργία — agricultura mediterrânica - οικονομία συντήρησης — economia de subsistência - οικονομική των μεταφορών — economia dos transportes - διευθυνόμενη οικονομία — economia orientada - οικιακή οικονομία — economia familiar - δασική οικονομία — economia florestal - βιομηχανική οικονομία — economia industrial - διεθνής οικονομία — economia internacional - μικτή οικονομία — economia mista - εθνική οικονομία — economia nacional - αγροδιατροφικός τομέας — agroalimentar - μεταβιομηχανική οικονομία — economia pós-industrial - οικονομία του δημόσιου τομέα — economia pública - περιφερειακή οικονομία — economia regional - παραοικονομία — economia paralela - οικονομία της πόλης — economia urbana - Σκωτία — Escocia, Escócia - οικοσύστημα — ecossistema - βιομηχανία μεταποίησης γεωργικών προϊόντων — agro-indústria - εκπαίδευση κατ' οίκον — educação ao domicílio - καλλιτεχνική εκπαίδευση — educação artística - συγκριτική εκπαίδευση — educação comparada - βασική εκπαίδευση — educação de base - μαζική εκπαίδευση — educação de massas - εκπαίδευση ενηλίκων — educação de adultos - εκπαίδευση για αλλοδαπούς — educação de estrangeiros - εκπαίδευση εκτός σχολικού συστήματος — educação informal - διαρκής εκπαίδευση — educação permanente - σωματική αγωγή — educação física - προσχολική αγωγή — educação pré-escolar - υγειονομική αγωγή — educação sanitária - σεξουαλική αγωγή, σεξουαλική διαπαιδαγώγηση — educação sexual - ειδική εκπαίδευση — ensino especial - σχολικός πληθυσμός — efectivo escolar - γεωπονική — agronomia - ραδιενεργά απόβλητα — efluente radiactivo - ισότητα αποδοχών — igualdade das remunerações - ίση μεταχείριση — igualdade de tratamento - ισότητα έναντι του νόμου — igualdade perante a lei - Αίγυπτος — Egipto, Egito, República Árabe do Egipto, República Árabe do Egito, República Árabe Unida - Ελ Σαλβαδόρ — El Salvador - διεύρυνση της αγοράς — alargamento do mercado - εσπεριδοειδές — citrino - εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους — eleitor inscrito - εκλογές — eleição - πρόωρες εκλογές — eleição antecipada - ευρωπαϊκές εκλογές — eleição europeia - έμμεση εκλογή — eleição indirecta - τοπικές εκλογές — eleição local - εθνικές εκλογές — eleição nacional - βουλευτικές εκλογές — eleição parlamentar - αναπληρωματικές εκλογές — eleição parcial - IDA — AID - προκριματικές εκλογές — eleição primária - εκλογικό σώμα — eleitorado - ηλεκτροχημεία — electroquímica - ηλεκτρομεταλλουργία — electrometalurgia - ηλεκτρονική — electrónica - ηλεκτροτεχνία — electrotecnia - οικονομική υποστήριξη — apoio económico - κτηνοτροφία με ελεύθερη βοσκή — criação animal em pastorícia - εκτροφή μαλακοστράκων — cultura de crustáceos - εντατική κτηνοτροφία — criação animal intensiva - διάθεση αποβλήτων — eliminação de resíduos - συσκευασία — embalagem - πάχυνση με βοσκή — pastagem de engorda - ενισχύσεις για την απασχόληση — ajuda ao emprego - αποδημία — emigração - Αιμιλία-Ρωμανία — Emília-Romana - χώρες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων — territórios dos Emiratos Árabes Unidos - έκδοση αξιών — emissão de títulos - έκδοση χρήματος — emissão de moeda - ατύχημα κατά τη μεταφορά — acidente de transporte - δεσμευμένη θέση εργασίας — emprego reservado - υπάλληλος γραφείου — empregado de escritório - εργοδότης — empregador - εξωτερική βοήθεια — ajuda ao estrangeiro - σύναψη κοινοτικού δανείου — empréstimo comunitário contraído - διεθνές δάνειο — empréstimo internacional - δημόσιο δάνειο — empréstimo público - γαλακτωματοποιητής τροφίμων — emulsionante alimentar - χρέος — endividamento - ενέργεια των κυμάτων — energia das ondas - ήπιες μορφές ενέργειας — energia não poluente - ενίσχυση των εξαγωγών — ajuda à exportação - μη ήπιες μορφές ενέργειας — energia poluente - ηλεκτρική ενέργεια — energia eléctrica - αιολική ενέργεια — energia eólica - γεωθερμική ενέργεια — energia geotérmica - υδροηλεκτρική ενέργεια — energia hidroeléctrica - ενέργεια από την παλίρροια — energia maremotriz - ενίσχυση ανά εκτάριο — ajuda por hectare - ηλιακή ενέργεια — Energia solar - θερμική ενέργεια — energia térmica - εγκαταλελειμμένο τέκνο — criança abandonada - παιδί μετανάστη — filho de migrante - τέκνο άγαμων γονέων — filho natural - μοναχοπαίδι — filho único - ανάληψη δαπανών — afectação de despesas - λίπασμα — fertilizante - ενισχύσεις για επενδύσεις — ajuda ao investimento - οργανικό λίπασμα — fertilizante orgânico - πάχυνση — engorda - πολιτική απαγωγή — rapto político - οικονομική έρευνα — inquérito económico - έρευνα κατανάλωσης — inquérito ao consumo - κοινωνική έρευνα — inquérito social - καταχώρηση δεδομένων — registo de dados - βιβλιογραφική καταχώριση — registo de documentos - ενισχύσεις κατασκευής κτιριακών έργων — ajuda à construção - εμπλουτισμός καυσίμου — enriquecimento de combustível - εκπαιδευτικός — professor - διδασκαλία εξ αποστάσεως — ensino à distância - γεωργική εκπαίδευση — ensino agrícola - αυτοματοποιημένη διδασκαλία — ensino informatizado - εκκλησιαστική εκπαίδευση — ensino confessional - διδασκαλία ξένων γλωσσών — ensino de línguas - γενική εκπαίδευση — ensino geral - δωρεάν παιδεία — ensino gratuito - ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό — ajuda à modernização - μη εκκλησιαστική εκπαίδευση — ensino secular - ιατρική εκπαίδευση — ensino médico - υποχρεωτική εκπαίδευση — ensino obrigatório - παραϊατρική εκπαίδευση — ensino paramédico - διεπιστημονική εκπαίδευση — ensino pluridisciplinar - μεταπτυχιακές σπουδές — ensino pós-universitário - πρωτοβάθμια εκπαίδευση — ensino primário - ιδιωτική εκπαίδευση — ensino privado - επαγγελματική εκπαίδευση — ensino profissional - δημόσια εκπαίδευση — ensino oficial - ενισχύσεις για την παραγωγή — ajuda à produção - εκπαίδευση θετικής κατεύθυνσης — ensino na área de ciências - δευτεροβάθμια εκπαίδευση — ensino secundário - ανώτατη εκπαίδευση — ensino superior - τεχνική εκπαίδευση — ensino técnico - οριζόντια σύμπραξη — acordo horizontal - διεθνής σύμπραξη — acordos e práticas concertadas internacionais - κάθετη σύμπραξη — acordo vertical - επισιτιστική βοήθεια — ajuda alimentar - αγροτική αλληλοβοήθεια — mutualidade agrícola - μη δασμολογικό εμπόδιο — entrave não pautal - δασμολογικό εμπόδιο — entrave pautal - τεχνικό εμπόδιο — entrave técnico - τελωνειακή αποταμίευση — entreposto aduaneiro - επιχείρηση — empresa - βιοτεχνική επιχείρηση — empresa artesanal - εμπορική επιχείρηση — empresa comercial - κοινή επιχείρηση — empresa comum - επιχείρηση μίσθωσης — empresa de arrendamento - αλλοδαπή επιχείρηση — empresa estrangeira - ευρωπαϊκή επιχείρηση — empresa europeia - οικογενειακή επιχείρηση — empresa familiar - επιχείρηση παροχής χρηματοοικονομικών συμβουλών — empresa fiduciária - επιχείρηση ακινήτων — empresa imobiliária - ατομική επιχείρηση — empresa individual - ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων — ajuda aos desfavorecidos - πολυεθνική επιχείρηση — empresa multinacional - συντήρηση — manutenção de equipamentos - συντήρηση των καλλιεργειών — manutenção das culturas - φυσικό περιβάλλον — ambiente físico - αποταμίευση — poupança - ενίσχυση επιχειρήσεων — ajuda às empresas - αναγκαστική αποταμίευση — poupança forçada - επιδημιολογία — epidemiologia - Ήπειρος — Epiro - εξάντληση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — esgotamento dos recursos - Ισημερινός — Equador - ιππίδες — equino - ισοσκέλιση του προϋπολογισμού — equilíbrio orçamental - οικολογική ισορροπία — equilíbrio ecológico - διμερής βοήθεια — ajuda bilateral - γεωργικός εξοπλισμός — equipamento agrícola - κοινόχρηστες εγκαταστάσεις — equipamento colectivo - εξοπλισμός αυτοκινήτου — equipamento do veículo - ηλεκτρονικός εξοπλισμός — equipamento electrónico - κοινωνικοπολιτιστικές εγκαταστάσεις — equipamento sociocultural - ενισχύσεις ΕΚΑΧ — auxílio CECA - αθλητικές εγκαταστάσεις — equipamento desportivo - ισοτιμία τίτλων σπουδών — equivalência de diplomas - εργονομία — ergonomia - προεξόφληση — desconto bancário - ευρωπαϊκός δικαστικός χώρος — espaço judiciário europeu - χώρος πρασίνου — área verde - κοινοτική ενίσχυση — ajuda comunitária - περιφέρειες της Ισπανίας — regiões de Espanha - προστατευόμενο είδος — espécie protegida - βιομηχανική κατασκοπεία — espionagem industrial - δοκιμή — ensaio - πυρηνικές δοκιμές — experiência nuclear - Εστρεμαδούρα — Estremadura espanhola - συμπληρωματική ενίσχυση για τα προϊόντα — ajuda complementar aos produtos - ιδιότυπο πιστωτικό ίδρυμα — instituição especial de crédito - εκπαιδευτικό ίδρυμα — estabelecimento de ensino - οργανισμός κοινής ωφελείας — organismo de utilidade pública - κατάρτιση του προϋπολογισμού — elaboração do orçamento - νοσηλευτικό ίδρυμα — estabelecimento hospitalar - σωφρονιστικό ίδρυμα — estabelecimento prisional - δημόσιος οργανισμός — organismo público - κασσίτερος, τενεκές — estanho, lata - κανόνας συναλλάγματος-χρυσού — padrão de câmbio-ouro - επείγουσα βοήθεια — ajuda de emergência - προσωρινή αναστολή συνταγματικών δικαιωμάτων — estado de excepção - κράτος προνοίας — Estado-providência - κρατικές ενισχύσεις — auxílio estatal - Αιθιοπία — Etiópia - εθνολογία — etnologia - επισήμανση — rotulagem - μελέτη σκοπιμότητας — estudo de viabilidade - έρευνα αγοράς — estudo de mercado - μελέτη της εργασίας — estudo do trabalho - αλλοδαπός φοιτητής — estudante estrangeiro - οικονομική βοήθεια — ajuda económica - ευρωπίστωση — eurocrédito - ευρωνόμισμα — eurodivisa - ευρωδολάριο — eurodólar - ευρωπαϊκό ομολογιακό δάνειο — euro-emissão - ευρωπαϊκή χρηματαγορά — euromercado - ευρωκομμουνισμός — eurocomunismo - Eurocontrol — Eurocontrol - Ευρωπαϊκή Δεξιά — eurodireita - ευρωομάδα — Eurogrupo - βοήθεια εις είδος — ajuda em géneros - Βόρεια Ευρώπη — Europa do Norte - Νότια Ευρώπη — Europa Meridional - Δυτική Ευρώπη — Europa Ocidental - ευρωαλιεία — europesca - διαδραστικότητα — interactividade - ευτροφισμός — eutrofização - δημοσιονομική αξιολόγηση — avaliação orçamental - αξιολόγηση σχεδίου — avaliação de projecto - αξιολόγηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — avaliação de recursos - πυρηνικό ατύχημα — acidente nuclear - τεχνολογική αξιολόγηση — avaliação tecnológica - φοροαποφυγή — evasão fiscal - εξετάσεις — exame - γεωργικό πλεόνασμα — excedente agrícola - αποκλεισμός από προτιμησιακή μεταχείριση ΕΚ — exclusão do tratamento CE - εκτέλεση σχεδίου — execução de projecto - εκτέλεση του προϋπολογισμού — execução do orçamento - εκτέλεση της απόφασης — execução de sentença - εξαίρεση από έγκριση σύμπραξης — isenção de autorização de acordos e práticas concertadas - δασμολογική απαλλαγή — isenção pautal - οικονομικό έτος — exercício orçamental - διαρροή επιστημονικού δυναμικού — fuga de cérebros - γεωργική εκμετάλλευση — exploração agrícola - κρατική γεωργική εκμετάλλευση — exploração agrícola estatal - μικτή γεωργική εκμετάλλευση — exploração agrícola mista - εκμετάλλευση της θάλασσας — exploração marítima - εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — exploração dos recursos - οικογενειακή γεωργική εκμετάλλευση — exploração agrícola familiar - δασική εκμετάλλευση — exploração florestal - εκμετάλλευση γαλακτοπαραγωγής — exploração leiteira - εκρηκτικές ύλες — explosivo - εξαγωγές — exportação - εξαγωγή κεφαλαίων — exportação de capitais - απαλλοτρίωση — expropriação - πολυμερής βοήθεια — ajuda multilateral - απέλαση — expulsão - ετεροδικία — exterritorialidade - εξόρυξη — extracção mineira - έκδοση — extradição - Άκρα Αριστερά — extrema-esquerda - τιμολόγηση — facturação - δωρεάν βοήθεια — ajuda não reembolsável - χαμηλό εισόδημα — rendimento baixo - πτώχευση — falência - σύστημα εκμετάλλευσης — regime de exploração agrícola - ιδιοκαλλιέργεια — exploração por conta própria - μικτό σύστημα εκμετάλλευσης — exploração mista - πολυμελής οικογένεια — família numerosa - οικογένεια εξ αγχιστείας — família por afinidade - FAO — FAO - ιδιωτική βοήθεια — ajuda privada - αλεύρι σιτηρών — farinha de cereais - πανίδα — fauna - FECOM — FECOM - οικοκυρά — doméstica - περιφερειακές ενισχύσεις — ajuda regional - μετανάστις — mulher migrante - ΕΓΤΠΕ — FEOGA - ΕΓΤΠΕ-τμήμα εγγυήσεων — FEOGA garantia - ΕΓΤΠΕ-τμήμα προσανατολισμού — FEOGA orientação - σίδερο, σίδηρος, σιδερένιος — Ferro - αγρομίσθωση — arrendamento rural - αγρόκτημα συλλογικής εκμετάλλευσης — exploração agrícola colectiva - πρότυπο αγρόκτημα — exploração-piloto - πορθμείο — ferry-boat - υγειονομική βοήθεια — ajuda sanitária - FIAB — FIAB - ίνες ξύλου — fibra de madeira - ίνες υάλου — fibra de vidro - υφάνσιμες ίνες — fibra têxtil - FID — FID - IFAD — FIDA - Δημοκρατία των Φίτζι, Φίτζι — Fidji, Fiji, República das Ilhas Fidji - αφθώδης πυρετός — febre aftosa - ενίσχυση κατά τομέα — ajuda sectorial - σύρμα — fio - αλιευτικό δίχτυ — rede de pesca - κοινή θυγατρική εταιρία — filial comum - χρηματοδότηση — financiamento - βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiamento a curto prazo - μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiamento a longo prazo - μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiamento a médio prazo - κοινοτική χρηματοδότηση — financiamento comunitário - συμψηφιστική χρηματοδότηση — financiamento compensatório - συμπληρωματική χρηματοδότηση — financiamento complementar - χρηματοδότηση της βοήθειας — financiamento da ajuda - χρηματοδότηση της βιομηχανίας — financiamento industrial - χρηματοδότηση των εξαγωγών — financiamento das exportações - χρηματοδότηση των κομμάτων — financiamento dos partidos - χρηματοδότηση του προϋπολογισμού — financiamento do orçamento - εκλογική χρηματοδότηση — financiamento eleitoral - εθνική χρηματοδότηση — financiamento nacional - διεθνή δημοσιονομικά — finanças internacionais - δημόσια οικονομικά τοπικής αυτοδιοίκησης — finanças locais - δημόσια οικονομικά — finanças públicas - Φινλανδία — Finlândia - Φιονία — Fiónia - φορολογία — fiscalidade - Unicef — Unicef - ΔΟΕ ΟΟΣΑ - καθορισμός των τιμών — fixação de preços - καθορισμός μισθών — fixação de salário - επαρχία Δυτικής Φλάνδρας — Província da Flandres Ocidental - επαρχία Ανατολικής Φλάνδρας — Província da Flandres Oriental - νιφάδα σιτηρών — flocos de cereais - χλωρίδα — flora - ανθοκομία — floricultura - μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως — transporte por flutuação - εναέριος στόλος — frota aérea - IAEA — AIEA - αλιευτικός στόλος — frota de pesca - ποτάμιος στόλος — frota fluvial - εμπορικός στόλος — frota mercante - κυκλικές διακυμάνσεις — flutuação conjuntural - διακύμανση των τιμών — flutuação de preços - οικονομικές διακυμάνσεις — flutuação económica - διαρθρωτικές διακυμάνσεις — flutuação estrutural - φθόριο — flúor - ΔΝΤ — FMI - AISS — AISS - UNFPA — FNUMP - μόνιμος κοινοτικός υπάλληλος — funcionário europeu - παράκτιος βυθός — fundo costeiro - ίδρυμα — fundação - Ταμεία ΕΚ — fundos CE - Αϊμάν — Ajman - κοινό ταμείο — fundo comum - άυλο κεφάλαιο — fundo de comércio - ΕΤΠΑ — FEDER - κεφάλαιο κίνησης — fundo de maneio - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο — Fundo Monetário Europeu - χυτοσίδηρος — ferro fundido - γεώτρηση — perfuração - υποθαλάσσια γεώτρηση — perfuração no mar - διατηρητέο δάσος — reserva florestal - σπερμοφυές δάσος — floresta de alto fuste - πρεμνοφυές δάσος — mata - φυσικό δάσος — floresta natural - φυτευμένο δάσος — floresta plantada - τελωνειακή διατύπωση — formalidade aduaneira - σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων — formação para a gestão - σπουδές εκπαιδευτικών — formação de professores - διαμόρφωση τιμών — formação de preços - κατάρτιση των εργαζομένων κατά την εργασία — formação em serviço - επαγγελματική κατάρτιση — formação profissional - νομισματική προσαρμογή — ajustamento monetário - προμηθευτής — fornecedor - διάθεση εγγράφου — fornecimento de documentos - δικαστικά έξοδα — despesas judiciais - δίδακτρα — despesas de escolaridade - εκλογικές δαπάνες — despesas eleitorais - έξοδα φαρμακευτικής περίθαλψης — despesas farmacêuticas - γαλλικά ΥΔ — DU franceses - γαλλικές ΥΧΕ — PTU franceses - περιφέρειες της Γαλλίας — regiões de França - δικαιόχρηση — franchising - τελωνειακή ατέλεια — franquia aduaneira - ALADI — ALACL - φοροδιαφυγή — fraude fiscal - Φρεντέρικσμπεργκ — Frederiksberg - Φρεντέρικσμποργκ — Frederiksborg - σχολική φοίτηση — frequência escolar - Φρίουλι-Ιουλιανή Βενετία — Friuli-Venezia-Giulia - Φρεισία — Frísia - τυρί — queijo - ημίσκληρο τυρί — queijo de pasta semidura - σκληρό τυρί — queijo de pasta dura - χώρες του ALADI — países ALACL - μαλακό τυρί — queijo de pasta mole - τυρί με στίγματα στη μάζα — queijo curado com fungos - τυρί πρόβειο — queijo de ovelha - τυρί αίγειο — queijo de cabra - τυρί αγελαδινό — queijo de vaca - τετηγμένο τυρί — queijo fundido, queijo processado - νωπό τυρί — queijo fresco - τυροκομία — indústria queijeira - σύνορα — fronteira - γιγαρτόκαρπο — fruto de semente - νωπός καρπός — fruto fresco - τροπικός καρπός — fruto tropical - Φούτζερα — Fujeirah - συγχώνευση επιχειρήσεων — fusão de empresas - Γκαλαπάγκος — Galápagos - Γαλικία — Galiza - Γκάμπια — Gâmbia - εγγύηση — garantia - εγγύηση πίστωσης — garantia de crédito - εγγυημένο εισόδημα — garantia de rendimento - εγγύηση των επενδύσεων — garantia do investimento - φύλαξη παιδιών — guarda de crianças - ΓΣΔΕ — GATT - Αριστερά — esquerda política - αριστερισμός — esquerdismo - καυσαέριο — gás de combustão - αεριαγωγός — gasoduto - αλκοόλη — álcool químico - πάγωμα των γαιών — suspensão de cultivo - έργα πολιτικού μηχανικού — engenharia civil - δαμαλίδα — vitela - γεωχημεία — geoquímica - οικονομική γεωγραφία — geografia económica - πολιτική γεωγραφία — geografia política - γεωφυσική — geofísica - γεροντολογία — gerontologia - διαχείριση — gestão - λογιστική διαχείριση — gestão contabilística - διοίκηση επιχειρήσεων — gestão de empresas - διαχείριση του χώρου — gestão do espaço - διαχείριση των αποβλήτων — gestão de resíduos - διαχείριση αλιευτικών πόρων — gestão das pescas - διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — gestão dos recursos - διαχείριση υλικού — gestão do material - αλκοολισμός — alcoolismo - διοίκηση προσωπικού — administração do pessoal - χρηματοοικονομική διαχείριση — gestão financeira - διαχείριση βάσει προβλέψεων — gestão previsional - Γιβραλτάρ — Gibraltar - πάγος — gelo - γλυκόζη — glucose - κόλπος — golfo - κυβέρνηση — governo - εξόριστη κυβέρνηση — governo no exílio - επαναστατική κυβέρνηση — governo insurreccional - εδώδιμο λίπος — gordura alimentar - βιομηχανικό λίπος — gordura industrial - Αλεντέζου — Alentejo - μεγάλη επιχείρηση — grande empresa - μεγάλη γεωργική εκμετάλλευση — grande exploração agrícola - Μεγάλες Αντίλλες — Grandes Antilhas - δωρεάν περίθαλψη — cuidados médicos gratuitos - Ελλάδα, Ελλάς — Grécia - Στερεά Ελλάδα — Grécia Central - περιφέρειες της Ελλάδας — regiões da Grécia - Γρενάδα — Granada - Αλγκάρβε — Algarve - Γροιλανδία — Groenlândia, Groênlandia, Gronelandia - Γκρόνινγκεν — Groningen - Ομάδα των Άνδεων — Pacto Andino - χώρες της Ομάδας των Άνδεων — países do Pacto Andino - ομάδα συμφερόντων — grupo de interesses - όμιλος εταιριών — grupo de empresas - Ομάδα των Δέκα — Grupo dos Dez - συμφωνία ADR — Acordo ADR - Αλγερία — Argélia - πολιτική ομάδα — grupo político - κίνημα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου — movimento de defesa dos direitos do homem - όμιλος αγορών — associação de compradores - όμιλος οικονομικού σκοπού — grupo de interesse económico - ομάδες παραγωγών — agrupamento de produtores - εθνότητα — grupo étnico - φύκος — alga - γλωσσική ομάδα — grupo linguístico - πλιγούρι — sêmea - Γουαδελούπη — Guadalupe - Γουατεμάλα — Guatemala - Γκέλντρια — Gelderland - πόλεμος ανεξαρτησίας — guerra de independência - πόλεμος συνόρων — guerra de fronteira - πυρηνικός πόλεμος — guerra nuclear - Γουινέα — Guiné - Γουινέα-Μπισσάου — Guiné-Bissau - Ισημερινή Γουινέα — Guiné Equatorial - Γουιάνα — Guiana - Γαλλική Γουιάνα — Guiana Francesa - ενδιαίτημα — habitat - αγροτική κατοικία — meio rural - αστική κατοικία — meio urbano - ζωοτροφές — alimento para gado - αγοραστικές συνήθειες — hábito de compra - επαρχία Αινώ — Província do Hainaut - Αϊτή — Haiti - Αμβούργο — Hamburg, Hamburgo - τελωνειακή εναρμόνιση — harmonização alfandegária - βιομηχανικές ζωοτροφές — alimento industrial - εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων — harmonização fiscal - νω Νορμανδία — Alta Normandia - Μπουρκίνα Φάσο — Burkina Faso - Χαβάη — Hawaii - Έσση — Hesse - παιδικές τροφές — alimento para crianças - θερινή ώρα — hora de Verão - ώρα των ερωτήσεων — período de perguntas - υπερωρία — hora extraordinária - ιστορία — História - ιστολογία — histologia - χόλντινγκ — holding - Νότια Ολλανδία — Holanda Meridional - Βόρεια Ολλανδία — Holanda Setentrional - παρασκευασμένα τρόφιμα — alimento preparado - ανθρωποκτονία — homicídio - έγκριση — homologação - Ονδούρα — Honduras - Ουγγαρία — Hungria - ψυχιατρείο — estabelecimento psiquiátrico - ωράριο εργασίας — horário de trabalho - μεταποιημένα τρόφιμα — alimento transformado - ελαστικό ωράριο — horário flexível - κηποκομία — jardinagem - ζωικό λάδι — óleo animal - αραχιδέλαιο — óleo de amendoim - ελαιόλαδο — azeite - ιχθυέλαιο — óleo de peixe - βαρέα κλάσματα πετρελαίου — óleo pesado - ορυκτέλαια — óleo mineral - θρέψη — nutrição - χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια — óleo usado - φυτικό έλαιο, φυτικό λάδι — óleos vegetais, óleo vegetal - ελαιουργία — fábrica de óleos - δικαστικός επιμελητής — oficial de diligências - εξανθρωπισμός της εργασίας — humanização do trabalho - υδρογόνο — hidrogénio - υδρογεωλογία — hidrogeologia - διατροφή των ζώων — alimentação animal - υδρολογία — hidrologia - υγιεινή τροφίμων — higiene alimentar - υγεία κατά την εργασία — saúde e higiene no trabalho - υποθήκη — hipoteca - πολιτική ιδεολογία — ideologia política - συμφωνία AETR — Acordo AETR - ανθρώπινη διατροφή — alimentação humana - ίγναμο — inhame - IIEP — IIPE - νήσος, νησί — console, ilha, Ilhas - Ιλ-ντε-Φράνς — Île-de-France - Γκουάμ — Ilha de Guam - Αγγλονορμανδικές νήσοι — Ilhas Anglo-Normandas - Νησιά Καϊμάν — Ilhas Caimão, Ilhas Cayman, Ilhas Caymans - Καρολίνες — Ilhas Carolinas - Προσήνεμοι Νήσοι — Ilhas do Barlavento - Νήσοι Φερόες — Ilhas Faroé - Νήσοι Ιονίου Πελάγους — Ilhas Jónicas - Νήσοι Μαριάννες — Ilhas Marianas - Υπήνεμοι Νήσοι — Ilhas do Sotavento - Νήσοι Τερκς και Κάικος — Ilhas Turcas e Caicos - Παρθένοι Νήσοι — ilhas Virgens - ελάφρυνση του χρέους — redução da dívida - εγγραφή εταιρίας στα μητρώα — registo de sociedade - βουλευτική ασυλία — imunidade parlamentar - ανοσολογία — imunologia - διαφημιστική απήχηση — impacto publicitário - εγκατάσταση δραστηριότητας — implantação de actividade - Γερμανία ΛΔ — Alemanha RD - εισαγωγές — importação - κοινοτικός φόρος — imposto comunitário - φόρος φυσικών προσώπων — imposto sobre o rendimento das pessoas singulares - άμεσος φόρος — imposto directo - έγγειος φόρος — contribuição predial - κατ' αποκοπή φόρος — imposto forfetário - έμμεσος φόρος — imposto indirecto - εθνικός φόρος — imposto nacional - πραγματικός φόρος — imposto real - φόρος κατανάλωσης — imposto sobre o consumo - φόρος στην περιουσία — imposto sobre a fortuna - φόρος υπεραξίας — imposto de mais-valia - φόρος μεταβίβασης — imposto sucessório - φορολογία κεφαλαίου — imposto de capitais - φόρος εισοδήματος — imposto sobre os rendimentos - φόρος επί της αποδόσεως κεφαλαίου — imposto sobre o rendimento de capitais - περιφέρειες της Γερμανίας — regiões da Alemanha - φόρος μισθών και ημερομισθίων — imposto sobre os rendimentos do trabalho - φόρος εταιριών — imposto sobre as sociedades - τυπογραφία — impressão gráfica - λογιστική καταχώριση — imputação contabilística - ανικανότητα προς εργασία — incapacidade para o trabalho - πυρκαγιά — incêndio - το ασυμβίβαστο — incompatibilidade - Διεθνείς Εμπορικοί Όροι — Incoterms - Ινδία — Índia - αποκατάσταση της ζημίας — indemnização - ασφαλιστική αποζημίωση — indemnização de seguro - αποζημίωση εγκατάστασης γεωργών — subsídio de instalação - αποζημίωση λόγω απόλυσης — indemnização por despedimento - βουλευτική αποζημίωση — subsídio e abono parlamentares - οικονομική ανεξαρτησία — independência económica - εθνική ανεξαρτησία — independência nacional - τεχνολογική ανεξαρτησία — independência tecnológica - τιμαριθμική αναπροσαρμογή — indexação de preços - τιμαριθμική αναπροσαρμογή μισθών — indexação salarial - ευρετηρίαση τεκμηρίων — indexação de documentos - δείκτης απόκλισης — indicador de divergência - οικονομικός δείκτης — indicador económico - κοινωνικός δείκτης — indicador social - δείκτης τιμών — índice de preços - Ινδονησία — Indonésia - αεροναυπηγική βιομηχανία — indústria aeronáutica - αεροδιαστημική βιομηχανία — indústria aeroespacial - εκλογικός συνασπισμός — coligação eleitoral - βιομηχανία τροφίμων — indústria alimentar - αυτοκινητοβιομηχανία — indústria automóvel - χημική βιομηχανία — indústria química - βιομηχανία παραγωγής ταινιών, βιομηχανία του κινηματογράφου, κινηματογράφος, κινηματογραφία — cinematografia, Indústria cinematográfica - βιομηχανία του πολιτιστικού τομέα — indústria cultural - βιομηχανία όπλων — indústria de armamento - βιομηχανία οπτικοακουστικών μέσων — indústria audiovisual - βιομηχανία των πληροφοριών — indústria da informação - επικουρικό επίδομα — abono complementar - τομέας της επικοινωνίας — indústria da comunicação - βιομηχανία εργαλειομηχανών — indústria de máquinas-ferramentas - τομέας της αλιείας — indústria pesqueira - κρεατοβιομηχανία — indústria de carne - βιομηχανία χαρτόμαζας και χαρτιού — indústria da celulose e do papel - βιομηχανία αιχμής — indústria de ponta - μεταποιητική βιομηχανία — indústria transformadora - ποτοποιία — indústria de bebidas - συμφωνία-πλαίσιο — acordo-quadro - επίδομα σπουδών — subsídio de estudos - βιομηχανία χρωστικών ουσιών — indústria de corantes - βιομηχανία λιπασμάτων — indústria de adubos - βιομηχανία πλαστικών — indústria de plásticos - δραστηριότητες του τομέα των υπηρεσιών — indústria de serviços - βιομηχανία τηλεπικοινωνιών — indústria das telecomunicações - βιομηχανία ξύλου — indústria da madeira - βιομηχανία ελαστικού — indústria da borracha - βυρσοδεψία — indústria do couro - επίδομα λόγω θανάτου — subsídio por morte - βιομηχανία του ψύχους — indústria do frio - βιομηχανία παιχνιδιών — indústria de brinquedos - βιομηχανία βιβλίου — indústria do livro - βιομηχανία επίπλου — indústria do mobiliário - βιομηχανία ζάχαρης — indústria do açúcar - υαλουργία — indústria vidreira - βιομηχανία ιματισμού — indústria do vestuário - βιομηχανία κενού — indústria do vácuo - επίδομα μητρότητας — subsídio de maternidade - βιομηχανία ηλεκτρονικών — indústria electrónica - βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών — indústria electrotécnica - εξαγωγική βιομηχανία — indústria para exportação - ωρολογοποιία — indústria relojoeira - ξενοδοχειακός τομέας — indústria hoteleira - βιομηχανία πληροφορικής — indústria informática - γαλακτοβιομηχανία — indústria de lacticínios - ελαφρά βιομηχανία — indústria ligeira - διάθεση πόρων — afectação de recursos - μηχανουργία — indústria mecânica - εξορυκτική βιομηχανία — indústria mineira - πυρηνική βιομηχανία — indústria nuclear - βιομηχανία οπτικών ειδών — indústria óptica - φαρμακοβιομηχανία — indústria farmacêutica - βιομηχανία φωτογραφικών ειδών — indústria fotográfica - χαλυβουργία — indústria siderúrgica - κοινωνική ανισότητα — desigualdade social - πληθωρισμός — inflação - εμπορική πληροφόρηση — informação comercial - πληροφόρηση των εργαζομένων — informação dos trabalhadores - πληροφόρηση του καταναλωτή — informação do consumidor - μηχανοργάνωση — informática de gestão - πληροφορική της τεκμηρίωσης — informática documental - βιομηχανικές εφαρμογές της πληροφορικής — informática industrial - Αλσατία — Alsácia - ιατρικές εφαρμογές της πληροφορικής — informática médica - παράβαση — infracção - βιομηχανική υποδομή — infra-estrutura industrial - μηχανικός — engenheiro - επέμβαση στα εσωτερικά μιας χώρας — ingerência - πολιτική εναλλαγή — alternância política - νομοθετική πρωτοβουλία — iniciativa legislativa - καινοτομία — inovação - ανυποταξία — insubmissão - εποπτεία των τροφίμων — inspecção de alimentos - σχολική επιθεώρηση — inspecção escolar - κτηνιατρική επιθεώρηση — inspecção veterinária - αλουμίνιο — alumínio - λιμενικές εγκαταστάσεις — instalação portuária - ελεγκτικό όργανο — instância de controlo - ISE — Instituto Sindical Europeu - όργανο ΑΚΕ-ΕΚ — instituição ACP-CEE - θεσμικό κοινοτικό όργανο — instituição comunitária - χρηματοπιστωτικός οργανισμός — instituição financeira - πολιτικοί θεσμοί — instituição política - θρησκευτικό ίδρυμα — instituição religiosa - Ειδική Οργάνωση του ΟΗΕ — instituição especializada da ONU - βελτίωση της κατοικίας — melhoria do habitat - ανάκριση — instrução judicial - μουσικά όργανα — instrumento musical - κοινοτικά χρηματοδοτικά μέσα — instrumento financeiro comunitário - INTAL — INTAL - κοινωνική ένταξη των μεταναστών — integração de migrantes - οικονομική ολοκλήρωση — integração económica - ευρωπαϊκή ολοκλήρωση — integração europeia - βελτίωση της παραγωγής — melhoria da produção - νομισματική ολοκλήρωση — integração monetária - πολιτική ολοκλήρωση — integração política - περιφερειακή ολοκλήρωση — integração regional - κοινωνική ενσωμάτωση — integração social - εκλογικές προθέσεις — intenção de voto - οικονομική αλληλεξάρτηση — interdependência económica - απαγόρευση ασκήσεως επαγγέλματος — interdição profissional - συμφωνία ΕΚ — acordo CE - βελτίωση φυτών — melhoramento de plantas - τόκος — juro - εμπορικός μεσάζων — intermediário comercial - Εργατική Διεθνής — Internacional Operária - Σοσιαλιστική Διεθνής — Internacional Socialista - εισαγωγή σε ψυχιατρείο — internamento psiquiátrico - επερώτηση — interpelação parlamentar - βελτίωση του εδάφους — melhoramento do solo - ερμηνεία του δικαίου — interpretação do direito - χρηματοδοτική παρέμβαση — intervenção financeira - παρέμβαση στην αγορά — intervenção no mercado - εφεύρεση — invenção - επένδυση στο εξωτερικό — investimento no estrangeiro - κοινοτική επένδυση — investimento comunitário - άμεση επένδυση — investimento directo - ξένη επένδυση — investimento estrangeiro - βιομηχανική επένδυση — investimento industrial - διεθνής επένδυση — investimento internacional - ιδιωτική επένδυση — investimento privado - δημόσια επένδυση — investimento público - επένδυση σε περιφερειακό επίπεδο — investimento regional - απαραβίαστο της κατοικίας — inviolabilidade do domicílio - ιώδιο — iodo - Ιράκ — Iraque - Ιράν — Irão - Ιριάν Τζάγια — Irian Jaya - διευθέτηση του χρόνου εργασίας — organização do tempo de trabalho - Βόρεια Ιρλανδία — Irlanda do Norte - περιφέρειες της Ιρλανδίας — regiões da Irlanda - UNRISD — IINU - Ισλανδία — Islândia, República da Islândia - ISO — ISO - ισογλυκόζη — isoglucose - μονωτικό — isolante - διαρρύθμιση δασών — ordenamento florestal - μόνωση κτιρίου — isolamento de edifícios - ηχομόνωση — isolamento acústico - θερμομόνωση — isolamento térmico - απομονωτισμός — isolacionismo - Ισραήλ — Israel - Ιταλία — Itália - περιφέρειες της Ιταλίας — regiões de Itália - αγρανάπαυση — terra em pousio - Ιαμαϊκή — Jamaica - υδραυλικά έργα — ordenamento hídrico - περιβόλι — horta familiar - Ιάβα — Java - τυχερά παιχνίδια — jogo de azar - νέος — jovem - νέος εργαζόμενος — jovem trabalhador - Ολυμπιακοί Αγώνες — jogos olímpicos - JET — Joint European Torus - Ιορδανία — Jordânia - Επίσημη Εφημερίδα — jornal oficial - υδρογεωργική χωροταξία — ordenamento hidroagrícola - συνεχές ωράριο — jornada contínua - ιουδαϊσμός — judaísmo - δικαστής — juiz - απόφαση δικαστηρίου — julgamento - διοικητική δικαστική αρχή — jurisdição administrativa - πολιτικό δικαστήριο — jurisdição civil - έκτακτο δικαστήριο — jurisdição de excepção - αγροτική ανάπτυξη — desenvolvimento rural - τακτικό δικαστήριο — jurisdição comum - στρατοδικείο — jurisdição militar - ποινικό δικαστήριο — jurisdição penal - δικαστήριο ανηλίκων — jurisdição de menores - δικαστήριο κοινωνικών διαφορών — jurisdição social - ανώτατο δικαστήριο — jurisdição superior - πρόστιμο — multa - νομολογία — jurisprudência - νομολογία ΕΚ — jurisprudência CE - χυμός φρούτων — sumo de fruta - χυμός λαχανικών — sumo de legume - Καμπότζη — Camboja - καπόκ — sumaúma - Κένυα — Quénia - τροπολογία — emenda - Κιριμπάτι — Kiribati - Κουβέιτ — Koweit - Ρεϋνιόν — Reunião - σήμα ποιότητας — certificado de qualidade - λακτόζη — lactose - γάλα — leite - γάλα-ρόφημα — leite-bebida - νωπό γάλα — leite cru - αποκορυφωμένο γάλα — leite desnatado - πλήρες γάλα — leite gordo - γάλα που έχει υποστεί ζύμωση — leite fermentado - ομογενοποιημένο γάλα — leite homogeneizado - παστεριωμένο γάλα — leite pasteurizado - αποστειρωμένο γάλα — leite esterilizado - βελτιωτικά του εδάφους — correcção do solo - διάθεση νέου προϊόντος στην αγορά — lançamento de um produto - ομόσπονδο κράτος — Estado federado - μητρική γλώσσα — língua materna - Λάος — Laos - κουνέλι — coelho - Λάτιο — Lácio - Αμερική — América - νομιμότητα — legalidade - νομοθεσία — legislação - νομοθεσία για τα είδη διατροφής — legislação alimentar - νομοθεσία αντιντάμπινγκ — legislação antidumping - νομοθεσία αντιτράστ — legislação antitrust - νομοθετική εξουσιοδότηση — autorização legislativa - νομοθεσία φαρμάκων — legislação farmacêutica - φυτοϋγειονομική νομοθεσία — legislação fitossanitária - υγειονομική νομοθεσία — legislação sanitária - σχολική νομοθεσία — legislação escolar - κτηνιατρική νομοθεσία — legislação veterinária - βουλευτική περίοδος — legislatura - βολβώδες λαχανικό — legume de bolbo - φυλλώδες λαχανικό — legume de folha - καρποφόρο λαχανικό — legume de fruto - Κεντρική Αμερική — América Central - λαχανικό με βρώσιμη ρίζα — legume de raiz - νωπό λαχανικό — legume fresco - Λένστερ — Leinster - Λεσόθο — Lesoto - λεύκωση ζώων — leucose animal - Λίβανος — Líbano - απελευθέρωση των συναλλαγών — liberalização do comércio - Λιβερία — Libéria - δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι — liberdade de associação - ελευθερία έκφρασης γνώμης — liberdade de opinião - ελευθερία πληροφόρησης — liberdade da informação - ελευθερία του Τύπου — liberdade de imprensa - ελευθερία ναυσιπλοΐας — liberdade de navegação - δικαίωμα του συνέρχεσθαι — liberdade de reunião - ελευθερία των εμπορικών συναλλαγών — liberdade de comércio - ανεξιθρησκεία — liberdade religiosa - βιβλιοπωλείο — livraria - ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων — livre circulação de capitais - ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων — livre circulação de mercadorias - ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — livre circulação de pessoas - ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — livre circulação de trabalhadores - ελεύθερος ανταγωνισμός — livre-concorrência - ελευθερία αυτοδιάθεσης — liberdade de dispor de si mesmo - ελεύθερη κυκλοφορία — livre-prática - ελεύθερη παροχή υπηρεσιών — livre prestação de serviços - Λιβύη — Líbia - άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας — licença de patente - άδεια εμπορίας — licença comercial - άδεια εξαγωγής — licença de exportação - αμίαντος — amianto - άδεια εισαγωγής — licença de importação - άδεια μεταφοράς — licença de transporte - απόλυση — despedimento - ομαδική απόλυση — despedimento colectivo - απόλυση για οικονομικούς λόγους — despedimento por motivos económicos - Λιχτενστάιν, Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν — Liechtenstein, Listenstaine, Principado do Liechtenstein - φελλός — cortiça - επαρχία Λιέγης — província de Liège - τόπος αλιείας — local de pesca - τόπος εργασίας — local de trabalho - άμυλο — amido - δρομολόγια μεταφοράς — linha de transporte - λιγνίτης — lignite - Αραβικός Σύνδεσμος — Liga Árabe - χώρες του Αραβικού Συνδέσμου — países da Liga Árabe - Λιγυρία — Ligúria - Λιμβούργο — Limburgo - βελγική επαρχία Λιμβούργου — Província do Limburgo - περιορισμός εμπορίας — limitação de comercialização - συμφωνία συνδέσεως — acordo de associação - αεριούχο ποτό — refrigerante - Λιμουζέν — Limousin - λίνο — linho - ελαιούχο λίνο — linho oleaginoso - πλίνθωμα — lingote - γλωσσολογία — linguística - ηδύποτο — licor - εκκαθάριση εταιρίας — liquidação de sociedade comercial - απόσβεση — amortização - εκκαθάριση της περιουσίας — liquidação dos bens - εκκαθάριση δαπανών — liquidação das despesas - νομισματική ρευστότητα — liquidez monetária - διεθνής ρευστότητα — liquidez internacional - ψήφος χωρίς εκδήλωση προτίμησης — lista fechada - λογοτεχνία — literatura - εκδόσεις περιορισμένης κυκλοφορίας — documentação cinzenta - απόσβεση του χρέους — amortização da dívida - παράδοση — entrega - γεωγραφικός εντοπισμός ενεργειακών πηγών — localização das fontes de energia - τόπος παραγωγής — localização da produção - ενοικίαση ακινήτου — arrendamento - αγορά με δόσεις — leasing - ανταπεργία — lockout - συλλογική κατοικία — habitação colectiva - ανεξάρτητη κατοικία — habitação individual - ανθυγιεινές κατοικίες — habitação insalubre - εργατικές κατοικίες — habitação social - λογισμικό — software - νόμος — lei - νόμος-πλαίσιο — lei-quadro - αναψυχή — tempos livres - Λομβαρδία — Lombardia - Λωρραίνη — Lorena, Lorraine - χαμηλό ενοίκιο — renda regulamentada - λιπαντικό — lubrificante - παιγνιοθήκη — ludoteca - καταπολέμηση των πυρκαγιών — prevenção de incêndios - καταπολέμηση της ρύπανσης — luta contra a poluição - καταπολέμηση του εγκλήματος — combate ao crime - ορθολογική χρήση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — luta contra o desperdício - πάλη των τάξεων — luta de classes - ανάλυση κόστους-ωφέλειας — análise de custos-benefícios - Λουξεμβούργο — Grão-Ducado do Luxemburgo, Luxemburgo - βελγική επαρχία Λουξεμβούργου — Província do Luxemburgo - μηδική — luzerna - λυοφίλιση — liofilização - μηχάνημα — máquina - γεωργικό μηχάνημα — maquinaria agrícola - μηχανή γραφείου — máquina de escritório - ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας — análise de custo-eficácia - μηχανή συγκομιδής — máquina de colheita - υδραυλικό μηχάνημα — máquina hidráulica - μηχάνημα πεπιεσμένου αέρα — máquina pneumática - μηχάνημα κλωστοϋφαντουργίας — máquina têxtil - Μασρέκ — Machereque - μακροοικονομία — macroeconomia - Μαδέρα — Madeira - ανάλυση εισροών-εκροών — análise de entradas-saídas - μεγάλο πολυκατάστημα — grande superfície - κατάστημα εκπτώσεων — armazém de revenda - Μαγκρέμπ — Magrebe - μαγνήσιο — magnésio - γεωργικό εργατικό δυναμικό — mão-de-obra agrícola - οικογενειακό εργατικό δυναμικό — mão-de-obra familiar - ανάλυση του νερού — análise da água - διατήρηση της απασχόλησης — manutenção do emprego - διατήρηση της ειρήνης — manutenção da paz - απόλυτη πλειοψηφία — maioria absoluta - ενηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο — maioridade - πλειοψηφία — maioria de voto - κόμματα της πλειοψηφίας — maioria política - ειδική πλειοψηφία — maioria qualificada - σιωπηρή πλειοψηφία — maioria silenciosa - ανάλυση πληροφοριών — análise da informação - σχετική πλειοψηφία — maioria relativa - ζωική ασθένεια — doença animal - ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος — doença das vias respiratórias - καρδιαγγειακή πάθηση — doença do coração - ενδημική νόσος — doença endémica - λοιμώδης νόσος — doença infecciosa - επαγγελματική νόσος — doença profissional - τροπική νόσος — doença tropical - φυτική νόσος — doença vegetal - δυσφορία της νεολαίας — descontentamento da juventude - Μαλαισιανή Χερσόνησος — península da Malásia - Μαλάουι — Malawi - Μαλαισία — Malásia - Μαλδίβες — Maldivas - Μαλί — Mali - Νήσοι Φόκλαντ — Ilhas Falkland - βύνη — malte - δημογραφική ανάλυση — análise demográfica - Μάλτα — Malta - Μάγχη — Canal da Mancha - αιρετό αξίωμα — mandato electivo - μαγγάνιο — manganésio - πολιτιστική εκδήλωση — manifestação cultural - ανάλυση των ισολογισμών — análise de balanços - ανειδίκευτος εργάτης — servente - σχολικό εγχειρίδιο — manual escolar - μαοϊσμός — maoísmo - προθεσμιακή αγορά — mercado a prazo - αγορά γεωργικών προϊόντων — mercado agrícola - κοινοτική αγορά γεωργικών προϊόντων — mercado agrícola comunitário - αγορά spot — mercado a pronto pagamento - ανάλυση κόστους — análise de custos - Κοινή Αγορά — mercado comum - Αραβική Κοινή Αγορά — Mercado Comum Árabe - χώρες της Αραβικής Κοινής Αγοράς — países do Mercado Comum Árabe - κοινοτική αγορά — mercado comunitário - σύμβαση προμηθειών — contrato de fornecimentos - σύμβαση κατ' ανάθεση — ajuste directo - σύμβαση έργων — contrato de obras - αγορά συναλλάγματος — mercado cambial - οικονομική ανάλυση — análise económica - αγορά βασικών προϊόντων — mercado de produtos de base - αγορά της εργασίας — mercado do trabalho - εξωτερική αγορά — mercado externo - κτηματική αγορά — mercado fundiário - εσωτερική αγορά — mercado interno - διεθνής αγορά — mercado internacional - ελεύθερη αγορά — mercado livre - χρηματαγορά — mercado monetário - δημόσιες συμβάσεις — contrato público - δημοσιονομική ανάλυση — análise financeira - επίσημη αγορά — mercado regulamentado - μαργαρίνη — margarina - περιθώριο διακύμανσης — margem de flutuação - κοινωνικός αποκλεισμός — exclusão social - γάμος — casamento - Μαρόκο — Marrocos - κοινωνική ανάλυση — análise social - Μαρτινίκα — Martinica - μαρξισμός — marxismo - σύνολο του προϋπολογισμού — massa orçamental - προσφορά χρήματος — massa monetária - πυρίμαχα υλικά — materiais refractários - υλικό φωτισμού — material de iluminação - κατασκευαστικά μέσα — equipamento de construção - εξοπλισμός γεώτρησης — equipamento de perfuração - ανυψωτικό μηχάνημα — equipamento de elevação - ηλεκτρολογικό υλικό — material eléctrico - μηχανικά υλικά — material mecânico - μαθηματικά — matemática - λιπαρές ουσίες του γάλακτος — gordura do leite - πλαστικές ύλες — matéria plástica - ASEAN — ASEAN - πρώτη ύλη — matéria-prima - ραδιενεργό υλικό — matéria radioactiva - Μαυρίκιος — Mauricia, Maurícia, Maurícias, Maurício - Ισλαμική Δημοκρατία της Μαυριτανίας, Μαυριτανία — Mauritania, Mauritânia - Μαγιότ — Mayotte - χώρες της MCAC — países MCAC - μηχάνημα ακριβείας — mecânica de precisão - γενική μηχανολογία — mecânica geral - χώρες του ASEAN — países ASEAN - εκμηχάνιση — mecanização - εκμηχάνιση της γεωργίας — mecanização agrícola - μηχανισμός νομισματικής παρέμβασης — mecanismo de intervenção monetária - μηχανισμός στήριξης — mecanismo de apoio - σχολίατροι — medicina escolar - κτηνιατρική — medicina veterinária - σφαγή ζώων — abate de animais - συμφωνίες Μπρέτον Γούντς — acordo de Bretton Woods - ανατομία — anatomia - Μελανησία — Melanésia - μελάσσα — melaço - αγροτικό νοικοκυριό — agregado familiar agrícola - μηνιαία καταβολή μισθού — mensalidade - ξυλουργία — marcenaria - κατασκευή μεταλλικών κουφωμάτων — marcenaria metálica - Βαλτική Θάλασσα — Mar Báltico - Ιρλανδική Θάλασσα — Mar da Irlanda - Ανδαλουσία — Andaluzia - Ανδόρρα — Andorra - Νορβηγική Θάλασσα — Mar da Noruega - Βόρεια Θάλασσα — Mar do Norte - ανυδρίτης — anidrido - Μεσόγειος Θάλασσα — Mar Mediterrâneo - υδράργυρος — mercúrio - μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος — medida de efeito equivalente - σιδηρούχα μέταλλα — metal ferroso - βαρέα μέταλλα — metal pesado - μη σιδηρούχα μέταλλα — metal não ferroso - ευγενή μέταλλα — metal precioso - μεταλλοειδή — metalóide - ζώο για σφαγή — animal para abate - κονεομεταλλουργία — metalurgia dos pós - επίμορτη αγροληψία — parceria agrícola - σμιγός — trigo e centeio - μετεωρολογία — meteorologia - ερευνητική μέθοδος — método de investigação - στατιστική μέθοδος — método estatístico - μετρολογία — metrologia - ζώο αγροκτήματος — animal de criação - Μεξικό — México - Mezzogiorno - μικροοικονομία — microeconomia - μικροφόρμα — microforma - Μικρονησία — Micronésia - Ανατολικά Μίντλαντς — East Midlands - Δυτικά Μίντλαντς — West Midlands - ζώο γαλακτοπαραγωγής — animal de tracção - μετανάστευση — migração - παλινδρομική διακίνηση — migração alternante - παλιννόστηση — migração de regresso - οικογενειακή μετανάστευση — migração familiar - αναγκαστική μετανάστευση — migração forçada - μεθοριακή διακίνηση — migração fronteiriça - παράνομη μετανάστευση — migração ilegal - εσωτερική μετανάστευση — migração interna - διαστική διακίνηση — migração interurbana - αντισταθμιστική συμφωνία — acordo de compensação - οικόσιτο ζώο — animal doméstico - ενδοαστική διακίνηση — migração intra-urbana - κοινοτική μετανάστευση — migração comunitária - επαγγελματική μετανάστευση — migração profissional - αγροτική μετανάστευση — migração rural - μετανάστευση από την ύπαιθρο στις πόλεις — migração rural urbana - εποχική μετανάστευση — migração sazonal - εργασιακό περιβάλλον — ambiente de trabalho - σχολικό περιβάλλον — meio escolar - μέλος πολιτικής οργάνωσης — militante político - ζώο αναπαραγωγής — animal reprodutor - στρατιωτικοποίηση του διαστήματος — militarização do espaço - στρατοκρατία — militarismo - κεχρί — milho-painço - σιδηρομετάλλευμα — minério de ferro - μη σιδηρούχο μετάλλευμα — minério não ferroso - μη μεταλλικό ορυκτό — minério não metálico - ορυκτολογία — mineralogia - ζώντα ζώα — gado vivo - εισαγγελική αρχή — ministério público - υπουργός — ministro - ανηλικότητα κατά το αστικό δίκαιο — menoridade - εθνική μειονότητα — minoria nacional - σεξουαλικές μειονότητες — minoria sexual - μεταλλική επίπλωση — mobiliário metálico - κινητικότητα του εργατικού δυναμικού — mobilidade da mão-de-obra - έγγειος κινητικότητα — mobilidade fundiária - γεωγραφική κινητικότητα — mobilidade geográfica - κινητικότητα διαμονής — mobilidade residencial - κινητικότητα διδασκομένων — mobilidade escolar - τρόπος χρηματοδότησης — modo de financiamento - εκλογικό σύστημα — modo de escrutínio - τρόπος μεταφοράς — modo de transporte - οικονομικό υπόδειγμα — modelo económico - εκσυγχρονισμός επιχείρησης — modernização da empresa - εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας — modernização industrial - εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης — modernização da exploração agrícola - τροποποίηση του προϋπολογισμού — alteração orçamental - Μολίζε — Molise - μαλάκιο — molusco - επετηρίδα — anuário - Μολούκες — Molucas - μολυβδαίνιο — molibdénio - κοινοβουλευτική μοναρχία — monarquia parlamentar - κοσμοπολιτισμός — mundialismo - Μογγολία — Mongólia - αποθεματικό νόμισμα — moeda de reserva - ηλεκτρονικό χρήμα — moeda electrónica - διεθνές νόμισμα — moeda internacional - εθνικό νόμισμα — moeda nacional - λογιστικό χρήμα — moeda bancária - κοινοβουλευτικό σύστημα ενός νομοθετικού σώματος — assembleia unicamaral - μονοκρατορία — monocracia - μονογραφία — monografia - μονοπώλιο — monopólio - μονοπώλιο αγοράς — monopólio de compra - κρατικό μονοπώλιο — monopólio de Estado - μονοπώλιο εισαγωγών — monopólio de importação - Ανταρκτική — Antárctida - μονοπώλιο πληροφοριών — monopólio da informação - φορολογικό μονοπώλιο — monopólio fiscal - Μοντσερράτ — Monserrat - όρος — montanha - νομισματικά εξισωτικά ποσά — montante compensatório monetário - δημόσια ήθη — moralidade pública - θνησιμότητα — mortalidade - βρεφική θνησιμότητα — mortalidade infantil - επαγγελματική θνησιμότητα — mortalidade profissional - καταναλωτικά κίνητρα — motivação do consumidor - αντιβιοτικά — antibiótico - πολιτικό κίνητρο — motivação política - αυτονομιστικό κίνημα — movimento autonomista - κίνημα κατά των φυλετικών διακρίσεων — movimento contra o racismo - πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα — movimento de opinião - κίνηση κεφαλαίων — movimento de capitais - γυναικείο κίνημα — movimento de mulheres - κίνημα νεολαίας — movimento de jovens - εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα — movimento de libertação nacional - συμφωνία συμπληρωματικότητας — acordo de complementaridade - οικολογικό κίνημα — movimento ecologista - ευρωπαϊκό κίνημα — movimento europeu - αγροτικό κίνημα — movimento campesino - κοινωνικό κίνημα — movimento social - μέσο επικοινωνίας — meios de comunicação - μέσο μαζικής επικοινωνίας — meios de comunicação de massas - μέσο γεωργικής παραγωγής — meios de produção agrícola - μεταφορικό μέσο — meio de transporte - μεσαία επιχείρηση — média empresa - γεωργική εκμετάλλευση μεσαίου μεγέθους — média exploração agrícola - Μοζαμβίκη — Moçambique - πολυκομματικό σύστημα — multipartidarismo - Μάνστερ — Munster - μουσείο — museu - Αγγλικές Αντίλλες — Antilhas Inglesas - μυκητοκαλλιέργεια — cultura de cogumelos - NAFO — NAFO - Ναμίμπια — Namíbia - επαρχία Ναμύρ — província de Namur - γεννητικότητα — natalidade - εθνικοσοσιαλισμός — nacional-socialismo - εθνικοποίηση — nacionalização - Γαλλικές Αντίλλες — Antilhas Francesas - εθνικισμός — nacionalismo - ιθαγένεια νομικών προσώπων — nacionalidade de pessoa colectiva - Ναούρου — Nauru - Ναβάρρα — Navarra - εναέρια κυκλοφορία — tráfego aéreo - ποταμοπλοΐα — navegação fluvial - θαλάσσια ναυσιπλοΐα — navegação marítima - Ολλανδικές Αντίλλες — Antilhas Holandesas - φορτηγό πλοίο — navio de carga - πλοίο για φορτηγίδες — navio porta-barcaças - συλλογικές διαπραγματεύσεις — negociação colectiva - Γύρος Τόκυο — Tóquio Round - Γύρος Ντίλλον — Dillon Round - Γύρος Κέννεντυ — Kennedy Round - δασμολογικές διαπραγματεύσεις — negociação pautal - αντισημιτισμός — anti-semitismo - ουδετερότητα — neutralidade - ΝΚΜ — NIC - Νικαράγουα — Nicarágua - νικέλιο — níquel - Νίγηρ — Níger - επίπεδο εκπαίδευσης — nível de ensino - βαθμός ρύπανσης — nível de poluição - επαρχία Αμβέρσας — província de Antuérpia - ηχητική στάθμη — nível sonoro - φοινικοκάρυδο — coconote - νομαδισμός — nomadismo - ονοματολογία του προϋπολογισμού — nomenclatura orçamental - ονοματολογία γεωργικών προϊόντων — nomenclatura dos produtos agrícolas - δασμολογική ονοματολογία — nomenclatura pautal - ANZUS — ANZUS - αδέσμευτη πολιτική — não-alinhamento - μη εγγεγραμμένος — não-inscrito - άρνηση της χρήσης βίας, μη χρήση βίας, παθητική αντίσταση — comportamento passivo, falta de violência, nãoviolência, resistência não violenta, Resistência não-violenta - Βόρεια Γιουτλάνδη — Jutlândia do Norte - τυποποίηση — normalização - πρότυπο — norma - κανόνας διατροφής — norma alimentar - χώρες του ANZUS — países ANZUS - βιολογικό πρότυπο — norma biológica - κανόνας εμπορίας — norma de comercialização - κανόνας εργασίας — norma sobre o trabalho - κοινωνικός κανόνας — norma social - πολιτική φυλετικού διαχωρισμού — apartheid - νέα οικονομική τάξη πραγμάτων — nova ordem económica - Νέα Καληδονία — Nova Caledónia - Νέα Ζηλανδία — Nova Zelândia - ακυρότητα εκλογής — anulação de um acto eleitoral - γαμηλιότητα — nupcialidade - ICAO — OIAC - ΑΟΠ — OAP - συμφωνία συνεργασίας — acordo de cooperação - άρνηση στρατεύσεως για λόγους συνειδήσεως — objecção de consciência - υποχρέωση διατροφής — obrigação alimentar - υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού — obrigação de não-concorrência - εμπόδια στην ανάπτυξη — obstáculo ao desenvolvimento - OCAM — OCAM - χώρες του OCAM — países OCAM - ΟΟΣΑ — OCDE - χώρες του ΟΟΣΑ — países OCDE - Νότιος Παγωμένος Ωκεανός — Oceano Antárctico - Βόρειος Παγωμένος Ωκεανός — Oceano Árctico - Ατλαντικός Ωκεανός — Oceano Atlântico - Ινδικός Ωκεανός — Oceano Índico - Ειρηνικός Ωκεανός — Oceano Pacífico - Ωκεανία — Oceânia - ωκεανογραφία — oceanografia - μελισσοκομία — apicultura - ODECA — ODECA - χώρες του ODECA — países ODECA - OEA — OEA - χώρες του OEA — países OEA - Οστ φορ Στόρμπαιλτ — Leste de Storebælt - έργο τέχνης — obra de arte - ΟΕΒ — SEP - συσκευή εγγραφής — aparelho de gravação - προσφορά εργασίας — oferta de emprego - προσφορά ενέργειας — oferta energética - προσφορά και ζήτηση — oferta e procura - ILO — OIT - ελαιοκαλλιέργεια — oleicultura - ολιγοστοιχείο — oligoelemento - ολιγοπώλιο — oligopólio - ολιγοψώνιο — oligopsónio - ελιά — azeitona - ΟΑΠ — OLP - Ομάν — Omã - Ουμβρία — Úmbria - Διαμεσολαβητής ΕΚ — Provedor de Justiça Europeu - ΙΜΟ — OMI - WMO — OMM - WIPO — OMPI - UNIDO — ONUDI - ΟΠΕΑΧ — OPAEP - ΟΠΕΚ — OPEP - χώρες του ΟΠΕΚ — países OPEP - τραπεζική δραστηριότητα — actividade bancária - χρηματιστηριακές εργασίες — operação na bolsa - πράξεις συναλλάγματος — operação cambial - κοινή γνώμη — opinião, Opinião Pública - Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ΕΚ — SPOCE - αντιφρονών — opositor de opinião - αντιπολίτευση — oposição política - διάταξη — portaria - συσκευή μέτρησης — aparelho de medição - δημόσια τάξη — ordem pública - επικουρικό κοινοτικό όργανο — órgão comunitário - οργανόγραμμα — organigrama - διοικητική οργάνωση — organização administrativa - αφρικανικός οργανισμός — organização africana - αφροασιατικός οργανισμός — organização afro-asiática - συσκευή ακριβείας — aparelho de precisão - αμερικανικός οργανισμός — organização americana - αραβικός οργανισμός — organização árabe - ασιατικός οργανισμός — organização asiática - κοινή οργάνωση αγοράς — organização comum de mercado - πολιτιστική οργάνωση — organização cultural - οργάνωση της εκπαίδευσης — organização do ensino - ραδιοφωνική συσκευή — aparelho de rádio - οργάνωση της παραγωγής — organização da produção - οργάνωση επαγγελματικού κλάδου — organização profissional - ΟΗΕ — Organização das Nações Unidas - οργάνωση των κομμάτων — organização dos partidos - οργάνωση των μεταφορών — organização dos transportes - οργάνωση της αγοράς — organização do mercado - Οργανισμός του Συμφώνου της Βαρσοβίας — Pacto de Varsóvia - οργάνωση της εργασίας — organização do trabalho - τηλεοπτική συσκευή — aparelho de televisão - οργάνωση των εκλογών — organização eleitoral - ευρωπαϊκός οργανισμός — organização europeia - διακυβερνητικός οργανισμός — organização intergovernamental - διεθνείς οργανισμοί — organização internacional - λατινοαμερικανικός οργανισμός — organização latino-americana - μη κυβερνητικός οργανισμός — organização não governamental - ηλεκτρονική συσκευή — aparelho electrónico - κριθάρι — cevada - γεωργικός προσανατολισμός — orientação agrícola - σχολικός προσανατολισμός — orientação escolar - Στατιστική Υπηρεσία ΕΚ — Eurostat - χώρες του ΝΑΤΟ — países NATO - SEATO — OTASE - Αφρικανική Ένωση — União Africana - γεωργικό εργαλείο — utensílio agrícola - εργαλεία οικιακής χρήσης — ferramenta doméstica - ειδικευμένος εργάτης — operário qualificado - Οβεράισσελ — Overijssel - προβατοειδή — ovino - ωοπροϊόντα — produto à base de ovo - οξυγόνο — oxigénio - πληρωμή — pagamento - προπληρωμή — pagamento adiantado - πρόσκληση υποβολής προσφορών — concurso público - διεθνείς πληρωμές — pagamento internacional - ενδοκοινοτικές πληρωμές — pagamento intracomunitário - άρτος — pão - Πακιστάν — Paquistão - ανοικτός συνδυασμός — lista composta - Παναμάς — Panamá - καλάθι νομισμάτων — cabaz de moedas - αρτοποίηση — panificação - άμεση εφαρμογή — aplicabilidade directa - χαρτί — carta, Papel - Παπουασία-Νέα Γουινέα — Papua-Nova Guiné - φόροι υπέρ τρίτων — parafiscalidade - Παραγουάη — Paraguai - παρασιτολογία — parasitologia - σύνολο κυκλοφορούντων αυτοκινήτων — parque automóvel - σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό — parque ferroviário - εθνικό πάρκο — parque nacional - εφαρμογή του νόμου — aplicação da lei - άγαμος γονέας, ανύπαντρος γονέας — pais solteiros - συγγένεια — pais - συναλλαγματική ισοτιμία — paridade cambial - ισοτιμία αγοραστικής δύναμης — paridade do poder de compra - κοινοβούλιο — assembleia - εθνικό κοινοβούλιο — assembleia nacional - περιφερειακό κοινοβούλιο — assembleia regional - βουλευτής — parlamentar - εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου — aplicação do direito comunitário - διανομή της κυριότητας — divisão da propriedade - κομμουνιστικό κόμμα — partido comunista - συντηρητικό κόμμα — partido conservador - χριστιανοδημοκρατικό κόμμα — partido democrata-cristão - οικολογικό κόμμα — partido ecologista - ευρωπαϊκό κόμμα — partido europeu - εφαρμογή της ηλιακής ενέργειας — utilização de energia solar - φιλελεύθερο κόμμα — partido liberal - σοσιαλδημοκρατικό κόμμα — partido social-democrata - σοσιαλιστικό κόμμα — partido socialista - εργατικό κόμμα — partido trabalhista - μονοκομματισμός — regime de partido único - γυναικεία συμμετοχή — participação das mulheres - συμμετοχή των εργαζομένων — participação dos trabalhadores - αξιολόγηση του προσωπικού — avaliação do pessoal - συμμετοχή στις εκλογές — participação eleitoral - πολιτική συμμετοχή — participação política - κοινωνική συμμετοχή — participação social - διαβατήριο — passaporte - ευρωπαϊκό διαβατήριο — passaporte europeu - παστερίωση — pasteurização - συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών — acordo de comércio livre - πολιτιστική κληρονομιά — património cultural - οργάνωση εργοδοτών — organização patronal - οικονομική εξαθλίωση — empobrecimento - ένδεια — pobreza - σημαία πλοίου — pavilhão de navio - σημαία ευκαιρίας — pavilhão de conveniência - επαγγελματική μαθητεία — aprendizagem profissional - συνδεδεμένη χώρα — país associado - Κάτω Χώρες — Países Baixos - ΥΧΕ των Κάτω Χωρών — PTU dos Países Baixos - περιφέρειες των Κάτω Χωρών — regiões dos Países Baixos - Χώρα των Βάσκων — País Basco - Ουαλία, Ουαλλία — Pais de Gales, País De Gales - περιοχή του Λίγηρα — Pays de la Loire - δότρια χώρα — país dador - αναπτυσσόμενες χώρες — país em desenvolvimento - Υπερπόντιες Χώρες και Εδάφη — países e territórios ultramarinos - χώρα μέλος — Estado-membro - λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες — país menos desenvolvido - τρίτες χώρες — país terceiro - προμήθεια όπλων — abastecimento de armas - παράκτια αλιεία — pesca costeira - αλιεία σε γλυκά ύδατα — pesca de água doce - αλιεία ανοικτής θάλασσας — pesca de alto mar - θαλάσσια αλιεία — pesca marítima - απορριπτόμενα αλιεύματα — pescado rejeitado - παραδοσιακή αλιεία — pesca tradicional - ενεργειακός ανεφοδιασμός — aprovisionamento energético - νέα παιδαγωγική — pedagogia moderna - Πελοπόννησος — Peloponeso - βάρκα, μαούνα, φορτηγίδα — barca, barcaça, bateira, batelão - έλλειψη τροφίμων — penúria alimentar - ανακατανομή των δημόσιων πόρων — perequação financeira - ενεργητική τελειοποίηση — aperfeiçoamento activo - παθητική τελειοποίηση — aperfeiçoamento passivo - αλιευτική περίοδος — campanha de pesca - μεταβατική περίοδος ΕΚ — período de transição CE - άδεια οδήγησης — carta de condução - ευρωπαϊκή άδεια οδήγησης — carta de condução europeia - άδεια δόμησης — licença de construção - ειδική άδεια αλιείας — autorização de pesca - άδεια εργασίας — licença de trabalho - Περού — Peru - προσωποποίηση της εξουσίας — personalização do poder - ηλικιωμένος — pessoa idosa - διαζευγμένοι — pessoa divorciada - έγγαμος — pessoa casada - Σαουδική Αραβία — Arábia Saudita - σύζυγος εν διαστάσει — pessoa separada - μοναχικό άτομο — pessoa só - χήρος — pessoa viúva - προσωπικό εδάφους — pessoal de terra - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Α — pessoal CE de categoria A - αραχίδα — amendoim - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Β — pessoal CE de categoria B - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Γ — pessoal CE de categoria C - προσωπικό ΕΚ κατηγορίας Δ — pessoal CE de categoria D - οδηγοί — condutor - προσωπικό των μεταφορών — pessoal dos transportes - προσωπικό σωφρονιστικών καταστημάτων — pessoal penitenciário - χρηματοοικονομική ζημία — prejuízo financeiro - πανώλης των ζώων — peste animal - μικρή επιχείρηση — pequena empresa - μικρομεσαίες επιχειρήσεις — pequenas e médias empresas - μικρή γεωργική εκμετάλλευση — pequena exploração agrícola - κωμόπολη — vila - Μικρές Αντίλλες — Pequenas Antilhas - αναφορά — petição - πετροχημική βιομηχανία — petroquímica - φαρμακευτική — farmacologia - Φιλιππίνες — Filipinas - πολιτική φιλοσοφία — filosofia política - οικονομική πρόκριση συναλλαγής — arbitragem financeira - φωσφόρος — fósforo - φωτοχημεία — fotoquímica - φωτοβολταϊκή στήλη — pilha fotovoltaica - φυσιολογία της εργασίας — fisiologia do trabalho - πυρηνική φυσική — física nuclear - Πικαρδία — Picardia - ανταλλακτικά — peça avulsa - Πεδεμόντιο — Piemonte - διεθνής διαιτησία — arbitragem internacional - πολύτιμος λίθος — pedra preciosa - πειρατεία — pirataria - ιχθυοτροφία — piscicultura - τοποθέτηση κεφαλαίων — aplicação de capitais - ανώτατο όριο δασμού — máximo tarifário - πολιτική διαιτησία — arbitragem política - πεδιάδα — planície - σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης — plano anticrise - πολεοδομικό σχέδιο — plano de urbanização - Σχέδιο του Κολόμπο — Plano de Colombo - αναπτυξιακό πρόγραμμα — plano de desenvolvimento - σχέδιο χρηματοδότησης — plano de financiamento - πλαγκτόν — plâncton - δενδροκομία — arboricultura - προγραμματισμός της εκπαίδευσης — planeamento da educação - οικογενειακός προγραμματισμός — planeamento familiar - σχεδιασμός της παραγωγής — planeamento da produção - προγραμματισμός των μεταφορών — planeamento dos transportes - σχεδιασμός της αγοράς — planeamento do mercado - οικονομικός προγραμματισμός — planeamento económico - χρηματοοικονομικός σχεδιασμός — planeamento financeiro - βιομηχανικός σχεδιασμός — planeamento industrial - εθνικός προγραμματισμός — planeamento nacional - περιφερειακός προγραμματισμός — planeamento regional - προγραμματισμός κατά τομέα — planeamento sectorial - δενδρύλλιο — plântula - υδρόβιο φυτό — planta aquática - κτηνοτροφικό φυτό — planta forrageira - βιομηχανικό φυτό — planta industrial - ελαιούχο φυτό — planta oleaginosa - ρητινώδη — conífera - σκαλιστικό φυτό — planta tuberosa - κλωστικό φυτό — planta têxtil - τροπικό φυτό — planta tropical - καλλιέργεια υπό κάλυψη — cultura sob plástico - πλαστικοποιητής — plastificante - πλατέα — prancha - πολιτικό πρόγραμμα — programa político - υφαλοκρηπίδα — plataforma continental - γύψος — gesso - φυλλοβόλο — árvore folhosa - πλήρης απασχόληση — pleno emprego - πλουτώνιο — plutónio - πνευστό ελαστικό επίσωτρο — pneu - UNDP — PNUDI - UNEP — PNUA - βάρος και διαστάσεις — pesos e dimensões - εμπορικό κατάστημα, πρατήριο — centros comerciais, comércio, ponto de venda, shopping, shopping center - ψάρι — peixe - ψάρι γλυκού νερού — peixe de água doce - θαλάσσιο ψάρι — peixe de água salgada - νωπό ψάρι — peixe fresco - αστυνομία — polícia - υπηρεσία διώξεως κοινού εγκλήματος — polícia judiciária - γεωργική πολιτική — política agrícola - Κοινή Γεωργική Πολιτική — Política Agrícola Comum - εθνική γεωργική πολιτική — política agrícola nacional - περιφερειακή γεωργική πολιτική — política agrícola regional - επισιτιστική πολιτική — política alimentar - τραπεζική πολιτική — política bancária - δημοσιονομική πολιτική — política orçamental - εμπορική πολιτική — política comercial - κοινή εμπορική πολιτική — política comercial comum - κοινοτική πολιτική — política comunitária - συμφωνία περιορισμού — acordo de limitação - αρχαιολογία — Arqueologia - κοινοτική πολιτική απασχόλησης — política comunitária do emprego - Κοινή Αλιευτική Πολιτική — política comum da pesca - κοινή πολιτική τιμών — política comum de preços - κοινή πολιτική μεταφορών — política comum dos transportes - συγκυριακή πολιτική — política conjuntural - πολιτιστική πολιτική — política cultural - πολιτική παροχής βοήθειας — política de ajuda - πολιτική λιτότητας — política de austeridade - παρεμβατική πολιτική — política de intervenção - επενδυτική πολιτική — política de investimento - αμυντική πολιτική — política de defesa - αναπτυξιακή πολιτική — política de desenvolvimento - χρηματοδοτική πολιτική — política de financiamento - εκπαιδευτική πολιτική — política da educação - πολιτική απασχόλησης — política do emprego - πολιτική της επιχείρησης — política da empresa - περιβαλλοντική πολιτική — política do ambiente - αρχιτεκτονική — arquitectura - πολιτική της πληροφόρησης — política de informação - πολιτική της επικοινωνίας — política da comunicação - πολιτική του ανταγωνισμού — política da concorrência - πολιτική κτιριακών έργων — política da construção - αλιευτική πολιτική — política da pesca - πολιτική γεωργικής παραγωγής — política da produção agrícola - πολιτική έρευνας — política de investigação - πολιτική για την υγεία — política de saúde - πολιτική γεννήσεων — política de natalidade - πολιτική της παραγωγής — política de produção - ηλιακή αρχιτεκτονική — arquitectura solar - πολιτική στήριξης — política de apoio - δημογραφική πολιτική — política demográfica - πολιτική των συνασπισμών — política de blocos - συναλλαγματική πολιτική — política cambial - πολιτική εξαγωγών — política das exportações - πολιτική εισαγωγών — política das importações - πολιτική τιμών — política de preços - μισθολογική πολιτική — política salarial - αρχείο — arquivo - πολιτική γεωργικών διαρθρώσεων — política das estruturas agrícolas - πολιτική μεταφορών — política dos transportes - πιστωτική πολιτική — política de crédito - στεγαστική πολιτική — política da habitação - ενεργειακή πολιτική — política energética - ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική — política europeia de defesa - εξωτερική πολιτική — política externa - οικογενειακή πολιτική — política familiar - χρηματοπιστωτική πολιτική — política financeira - φορολογική πολιτική — política fiscal - δασική πολιτική — política florestal - κυβερνητική πολιτική — política governamental - βιομηχανική πολιτική — política industrial - εσωτερική πολιτική — política interna - μεταναστευτική πολιτική — política migratória - νομισματική πολιτική — política monetária - γεωργονομισματική πολιτική — política monetária agrícola - λιμενική πολιτική — política portuária - κοινή λιμενική πολιτική — política portuária comum - άργυρος — prata - περιφερειακή πολιτική — política regional - κοινοτική περιφερειακή πολιτική — política regional comunitária - κοινωνική πολιτική — política social - διαρθρωτική πολιτική — política estrutural - δασμολογική πολιτική — política pautal - κοινή δασμολογική πολιτική — política pautal comum - ατμοσφαιρικοί ρύποι — poluente atmosférico - ρύποι του νερού — poluente da água - Αργεντινή — Argentina - ηχορύπανση — poluição sonora - ατμοσφαιρική ρύπανση — poluição atmosférica - χημική ρύπανση — poluição química - ρύπανση χερσαίας προέλευσης — poluição de origem telúrica - ρύπανση των υδάτων — poluição da água - ρύπανση των τροφίμων — poluição dos alimentos - ρύπανση των ακτών — poluição costeira - ρύπανση των υδάτινων ρευμάτων — poluição dos cursos de água - ρύπανση του εδάφους — poluição do solo - ρύπανση της θάλασσας — poluição marítima - ξηροκαλλιέργεια — cultura em zonas áridas - ρύπανση από οργανικές ουσίες — poluição orgânica - ρύπανση από τη γεωργική δραστηριότητα — poluição pela agricultura - ραδιενεργός ρύπανση — poluição radioactiva - ρύπανση της στρατόσφαιρας — poluição estratosférica - θερμική ρύπανση — poluição térmica - διαμεθοριακή ρύπανση — poluição transfronteiriça - Πολωνία — Polónia - πολυκαλλιέργεια — policultura - πολυμερή — polímero - Πολυνησία — Polinésia - Γαλλική Πολυνησία — Polinésia Francesa - ενεργός γεωργικός πληθυσμός — população activa agrícola - απασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμός — população activa ocupada - πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης — população em idade de trabalhar - οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός — população não-activa - συμφωνία αλιείας — acordo de pesca - χημικά όπλα — arma química - αγροτικός πληθυσμός — população rural - αστικός πληθυσμός — população urbana - αλιευτικό λιμάνι — porto de pesca - Πόρτο Ρίκο — Porto Rico - Πορτογαλία — Portugal - περιφέρειες της Πορτογαλίας — regiões de Portugal - δεσπόζουσα θέση — posição dominante - ταχυδρομεία και τηλεπικοινωνίες — correios e telecomunicações - συμβατικά όπλα — arma convencional - κάλιο — potássio - αναπτυξιακό δυναμικό — potencial de desenvolvimento - Απουλία — Púglia - ώθηση φορτηγίδων — sirgagem - σκόνη — poeira - πολιτική εξουσία — poder político - αρμοδιότητα επί του προϋπολογισμού — poder orçamental - εξουσία εκτίμησης — poder de apreciação - εξουσία εκτέλεσης — poder de execução - εξουσία πρωτοβουλίας — poder de iniciativa - εξουσία ελέγχου — poder de controlo - εξουσία λήψεως αποφάσεων — poder de decisão - διαπραγματευτική εξουσία — poder de negociação - κυρωτική εξουσία — poder de ratificação - διακριτική εξουσία — poder discricionário - εκτελεστική εξουσία — poder executivo - δικαστική εξουσία — poder judicial - νομοθετική εξουσία — poder legislativo - κανονιστική εξουσία — poder regulamentar - δημόσιες αρχές — poderes públicos - προσυσκευασία — pré-embalagem - γενικευμένες προτιμήσεις — preferências generalizadas - γεωργική εισφορά — direito nivelador agrícola - εισφορά ΕΚΑΧ — direito nivelador CECA - πρώτη απασχόληση — primeiro emprego - πυρηνικά όπλα — arma nuclear - προετοιμασία του εδάφους — mobilização do solo - παραγραφή της ποινής — prescrição da pena - Πρόεδρος του Κοινοβουλίου — presidente da assembleia - Τύπος, τύπος — imprensa, jornal, jornalismo - πολιτικός Τύπος — imprensa política - παροχή επιζώντων — pensão de sobrevivência - παροχή υπηρεσιών — prestação de serviços - τακτικά πυρηνικά όπλα — arma nuclear táctica - κοινωνική παροχή — prestação social - δάνειο ΕΤΕ — empréstimo BEI - δάνειο ΕΚΑΧ — empréstimo CECA - παροχή κοινοτικού δανείου — empréstimo comunitário concedido - δάνειο Ευρατόμ — empréstimo Euratom - πρόληψη της ρύπανσης — prevenção da poluição - βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη — previsão a curto prazo - μακροπρόθεσμη πρόβλεψη — previsão a longo prazo - μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη — previsão a médio prazo - δημοσιονομική πρόβλεψη — estimativa orçamental - οικονομική πρόβλεψη — previsão económica - υπεροχή του δικαίου — primado do direito - υπεροχή του κοινοτικού δικαίου — primado do direito comunitário - προσαυξήσεις μισθού — prémio salarial - πριμοδότηση σφαγής — prémio de abate - πριμοδότηση εκρίζωσης — subsídio de arranque - πριμοδότηση μη εμπορίας — prémio de não-comercialização - πριμοδότηση αποθεματοποίησης — prémio de armazenagem - πρώιμα οπωροκηπευτικά — legumes e frutos temporãos - αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» — princípio do poluidor-pagador - οικονομική προτεραιότητα — prioridade económica - στρατός — forças armadas - λήψη απόφασης — tomada de decisão - πολιτικός κρατούμενος — preso político - στέρηση των δικαιωμάτων — privação de direitos - τιμή — preços - τιμή ψαλίδας — preço dentro do intervalo de variação - τιμή εξαγωγής — preço à exportação - τιμή εισαγωγής — preço à importação - τιμή καταναλωτή — preço de consumo - επαγγελματικός στρατός — forças armadas profissionais - τιμή παραγωγού — preço no produtor - γεωργικές τιμές — preço agrícola - τιμή τροφίμων — preço alimentar - τιμή CIF — preço CIF - τιμή αγοράς — preço de compra - τιμή ανάσχεσης — preço-comporta - τιμή παρέμβασης — preço de intervenção - τιμή στόχου — preço de objectivo - συμφωνία σε θέματα τιμών — acordo de preços - εξοπλισμοί — armamento - τιμή προσφοράς — preço de oferta - τιμή προσανατολισμού — preço de orientação - τιμή βάσης — preço de base - τιμή ενεργοποίησης — preço de desencadeamento - λιανική τιμή — preço de retalho - χονδρική τιμή — preço por grosso - τιμή ενεργείας — preço da energia - τιμή γης — preço da terra - τιμή αναγωγής — preço de referência - αρωματική ουσία — aromatizante - τιμή απόσυρσης — preço de retirada do mercado - τιμή κόστους — preço de custo - τιμή κατωφλίου — preço-limiar - τιμή στήριξης — preço de sustentação - τέλη στάθμευσης — preço de estacionamento - τιμή πώλησης — preço de venda - τιμή βασικών προϊόντων — preço dos produtos de base - τιμή που εισάγει διάκριση — preço discriminatório - αγρομίσθωμα — preço do arrendamento rural - τιμή της διεθνούς αγοράς — preço no mercado mundial - προκαθορισμένη τιμή — preço preestabelecido - τιμή «ελεύθερο στο κατάστρωμα» — preço FOB - τιμή «ελεύθερο στα σύνορα» — preço franco-fronteira - τιμή σκανδάλης — preço gatilho - εγγυημένη τιμή — preço garantido - επιβαλλόμενη τιμή — preço fixado - ενδεικτική τιμή — preço indicativo - βιομηχανική τιμή — preço de fábrica - ελεύθερη τιμή — preço livre - μέγιστη τιμή — preço máximo - άρδευση — irrigação - ελάχιστη τιμή — preço mínimo - ελάχιστη εγγυημένη τιμή — preço mínimo garantido - μέση τιμή — preço médio - προτιμησιακή τιμή — preço preferencial - μειωμένη τιμή — preço reduzido - τιμή παράδοσης — preço incluindo portes - αντιπροσωπευτική τιμή — preço representativo - τέχνες — artes - αντιπροσωπευτική αγοραία τιμή — preço representativo de mercado - κοινωνικά προβλήματα — problema social - προβλήματα της πόλης — problema urbano - χημικές διεργασίες — processo químico - ηλεκτρικές διεργασίες — processo eléctrico - φυσικές διεργασίες — processo físico - διοικητική δικονομία — processo administrativo - διαδικασία κατά των επιδοτήσεων — processo anti-subvenção - λαϊκή τέχνη — arte popular - διαδικασία του προϋπολογισμού — tramitação orçamental - πολιτική δικονομία — processo civil - πειθαρχική διαδικασία — processo disciplinar - νομοθετική διαδικασία — processo legislativo - κοινοβουλευτική διαδικασία — processo parlamentar - ποινική διαδικασία — processo penal - Μέση και Εγγύς Ανατολή — Médio Oriente - είδη δώρων — artigo para oferta - παραγωγή εν σειρά — produção em cadeia - γεωργική παραγωγή — produção agrícola - παραγωγή τροφίμων — produção alimentar - ζωική παραγωγή — produção animal - βιοτεχνική παραγωγή — produção artesanal - κοινοτική παραγωγή — produção comunitária - συνεχής παραγωγή — produção contínua - παραγωγή ενέργειας — produção de energia - παραγωγή υδρογόνου — produção de hidrogénio - αλιεύματα — produção pesqueira - ελλειμματική παραγωγή — produção deficitária - βιομηχανική παραγωγή — produção industrial - παγκόσμια παραγωγή — produção mundial - εθνική παραγωγή — produção nacional - φυτική παραγωγή — produção vegetal - παραγωγικότητα — produtividade, rendimento (economia) - γεωργική παραγωγικότητα — produtividade agrícola - είδη διακόσμησης — artigo de decoração - παραγωγικότητα των γαιών — produtividade da terra - παραγωγικότητα της εργασίας — produtividade do trabalho - προϊόν με βάση τα σιτηρά — produto à base de cereais - προϊόν με βάση τα φρούτα — produto à base de frutos - προϊόν με βάση τα λαχανικά — produto à base de legumes - προϊόν με βάση το ψάρι — produto à base de peixe - προϊόν με βάση τη ζάχαρη — produto à base de açúcar - σύνθετο προϊόν διατροφής — produto alimentar complexo - ζωικό προϊόν — produto animal - προϊόν κρέατος — produto à base de carne - ανόργανο χημικό προϊόν — produto químico inorgânico - συμπυκνωμένο προϊόν — produto concentrado - τυποποιημένο προϊόν — produto embalado - κατεψυγμένο προϊόν — produto congelado - καλλυντικά προϊόντα — produto cosmético - αθλητικά είδη — artigo desportivo - προϊόντα συσκευασίας — material de embalagem - προϊόν συντήρησης — produto de limpeza - προϊόν βάσεως — produto de base - ζαχαροπλαστικό προϊόν — produto de confeitaria - προϊόν ευρείας κατανάλωσης — produto de grande consumo - υποκατάστατο προϊόν — produto de substituição - αφυδατωμένο προϊόν — produto desidratado - διαιτητικό προϊόν — produto dietético - προϊόν ξυλείας — produto em madeira - είδη υγιεινής — artigo de toucador - προϊόν χύδην — produto a granel - καπνιστό προϊόν — produto fumado - βιομηχανικό προϊόν — produto industrial - εύφλεκτο προϊόν — produto inflamável - στιγμιαίο προϊόν — produto instantâneo - ακτινοβολημένο προϊόν — produto irradiado - γαλακτοκομικό προϊόν — lacticínio - λυοφιλισμένο προϊόν — produto liofilizado - μεταποιημένο προϊόν — produto manufacturado - μεταλλικό προϊόν — produto metálico - μεταλλευτικό προϊόν — produto mineiro - εθνικό προϊόν — produto nacional - ακαθάριστο εθνικό προϊόν — produto nacional bruto - νέο προϊόν — produto novo - προϊόν καταγωγής — produto originário - προϊόν πετρελαίου — produto petrolífero - φαρμακευτικό προϊόν — produto farmacêutico - οικιακά είδη — artigo doméstico - πρωτεϊνούχο προϊόν — produto proteico - ανασυσταμένο προϊόν — produto reconstituído - προϊόν διατηρημένο σε απλή ψύξη — produto refrigerado - ακαθάριστο περιφερειακό προϊόν — produto regional bruto - αλίπαστο προϊόν — produto salgado - ημικατεργασμένο προϊόν — produto semimanufacturado - ευαίσθητο προϊόν — produto sensível - προϊόν ταχείας κατάψυξης — produto ultracongelado - κλωστοϋφαντουργικό προϊόν — produto têxtil - βιοτέχνης — artesão - κτηνιατρικά προϊόντα — produto veterinário - εμπορικά επαγγέλματα — profissão comercial - χρηματιστηριακά επαγγέλματα — profissão financeira - επαγγελματικός κλάδος του τομέα της υγείας — profissão médica - παραϊατρικό επάγγελμα — profissão paramédica - ΠΕΠ — PAM - πρόγραμμα δράσης — programa de acção - πρόγραμμα ενισχύσεων — programa de ajuda - πρόγραμμα διδασκαλίας — programa de ensino - πρόγραμμα έρευνας — programa de investigação - εκλογικό πρόγραμμα — programa eleitoral - επιστημονική πρόοδος — progresso científico - επενδυτικό σχέδιο — projecto de investimento - σχέδιο προϋπολογισμού — projecto de orçamento - ερευνητικό σχέδιο — projecto de investigação - βιομηχανικό πρόγραμμα — projecto industrial - εμπορική προώθηση — promoção comercial - προώθηση των συναλλαγών — promoção das trocas - προώθηση των επενδύσεων — promoção do investimento - εργολαβία οικοδομών — promoção imobiliária - επαγγελματική εξέλιξη — promoção profissional - πρόταση ΕΚ — proposta CE - πρόταση νόμου — proposta de lei - δημόσια περιουσία — propriedade pública - έγγειος ιδιοκτησία — propriedade fundiária - έγγειος γεωργική ιδιοκτησία — propriedade rústica - ακίνητη περιουσία — propriedade imobiliária - βιομηχανική ιδιοκτησία — propriedade industrial - πνευματική ιδιοκτησία — propriedade intelectual - Αρούμπα — Aruba - μεταλλευτική έρευνα — prospecção mineira - πορνεία — prostituição - προστασία από τους θορύβους — protecção contra o ruído - προστασία του περιβάλλοντος — protecção do ambiente - προστασία της πανίδας — protecção da fauna - προστασία της χλωρίδας — protecção da flora - προστασία της ιδιωτικής ζωής — protecção da vida privada - ESA — AEE - προστασία των ζώων — protecção dos animais - προστασία των εταίρων — protecção dos sócios - προστασία των επικοινωνιών — protecção das comunicações - προάσπιση των ελευθεριών — protecção das liberdades - προστασία των μειονοτήτων — protecção das minorias - διπλωματική προστασία — protecção diplomática - προστασία του καταναλωτή — protecção do consumidor - συμφωνία ειδίκευσης — acordo de especialização - προστασία της αγοράς — protecção do mercado - προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς — protecção do património - προστασία του τοπίου — protecção da paisagem - προστασία του εδάφους — protecção do solo - προστασία μητρότητας και παιδιών — protecção materno-infantil - ζωική πρωτεΐνη — proteína animal - πρωτεΐνη γάλακτος — proteína do leite - Νότια Ασία — Ásia do Sul - φυτική πρωτεΐνη — proteína vegetal - πρωτόκολλο συμφωνίας — protocolo de acordo - πρωτόκολλο ζάχαρης — Protocolo do Açúcar - πρωτότυπο — protótipo - ψυχολογία της εργασίας — psicologia do trabalho - δημοσιεύσεις — publicação - κοινοτικές εκδόσεις — publicação comunitária - δημοσίευση νόμου — publicação da lei - διαφήμιση — publicidade - παραπλανητική διαφήμιση — publicidade abusiva - δημοσιότητα των λογαριασμών — publicidade das contas - ανακοίνωση τιμολογίων — publicidade das tarifas - Κατάρ — Qatar - πολιτικό άσυλο — asilo político - επαγγελματικά προσόντα — qualificação profissional - ποιότητα του περιβάλλοντος — qualidade do ambiente - ποιότητα ζωής — qualidade de vida - ποιότητα του προϊόντος — qualidade do produto - εκφορτωθείσα ποσότητα — quantidade de pescado desembarcado - μειονεκτούσα κοινωνική κατηγορία — categoria social desfavorecida - γραπτή ερώτηση — pergunta escrita - προφορική ερώτηση — pergunta oral - κοινοβουλευτική ερώτηση — pergunta parlamentar - εξυγίανση — saneamento - απαρτία — quórum - αλιευτικές ποσοστώσεις — quota de pesca - εκλογικό μέτρο — quociente eleitoral - ραδιενέργεια — radiações, radioactividade - προστασία από τη ραδιενέργεια — radioprotecção - Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ — Assembleia Geral ONU - διύλιση πετρελαίου — refinação de petróleo - διύλιση ζάχαρης — refinação de açúcar - σταφύλι — uva - εταιρική επωνυμία — firma comercial - επαναπατρισμός κεφαλαίων — repatriação de capitais - σχέση γεωργίας-εμπορίου — relação agricultura-comércio - σχέση γεωργίας-βιομηχανίας — relação agricultura-indústria - έκθεση δραστηριοτήτων — relatório de actividade - έκθεση επιτροπής — relatório de comissão parlamentar - έκθεση έρευνας — relatório de investigação - προσέγγιση των νομοθεσιών — aproximação das legislações - προσέγγιση των πολιτικών — aproximação de políticas - Ρας αλ Καϊμά — Ras al Khaimah - φορολογική βάση — matéria colectável - κύρωση συμφωνίας — ratificação de acordo - λόγος μεγεθών — rácio - πυρηνικός αντιδραστήρας — reactor nuclear - επαγγελματική αναπροσαρμογή — reconversão profissional - επανεξοπλισμός — rearmamento - αντασφάλιση — resseguro - απογραφή του πληθυσμού — recenseamento da população - εκπαιδευτική βοήθεια — assistência em formação - οικονομική ύφεση — recessão económica - έσοδα — receita - έσοδα από εξαγωγές — receita de exportação - παραδεκτό — admissibilidade - έρευνα — investigação - γεωπονική έρευνα — investigação agronómica - εφαρμοσμένη έρευνα — investigação aplicada - ενεργειακή έρευνα — investigação energética - τεκμηριωτική έρευνα — pesquisa documental - έρευνα για το περιβάλλον — investigação ecológica - δασική έρευνα — investigação florestal - αλιευτική έρευνα — investigação haliêutica - βιομηχανική έρευνα — investigação industrial - ιατρική έρευνα — investigação médica - επιστημονική έρευνα — investigação científica - σύσταση — recomendação - κοινοτική σύσταση — recomendação comunitária - οικονομική συμφωνία — acordo económico - ταμείο αλληλοβοήθειας — mutualidade social - σύσταση ΕΚΑΧ — recomendação CECA - σύσταση ΕΚΑΕ — recomendação CEEA - αναγνώριση διπλωμάτων — reconhecimento dos diplomas - οικονομική ανασυγκρότηση — reconstrução económica - μετατροπή στη δενδροκηποκομία — reconversão para horticultura - μετατροπή αγέλης — reconversão de gado - βιομηχανική μετατροπή — reconversão industrial - μετατροπή από γαλακτοπαραγωγή σε κρεατοπαραγωγή — reconversão leite-carne - μετατροπή της παραγωγής — reconversão da produção - διοικητική προσφυγή — acções e recursos - προσφυγή ακυρώσεως — recurso de anulação - προσφυγή επί παραλείψει — acção por omissão - προσφυγή επί παραβάσει — acção por incumprimento - ένωση — associação - ανάκτηση ενεργείας — recuperação de energia - ανακύκλωση κεφαλαίων — reciclagem de capitais - ανακύκλωση αποβλήτων — reciclagem de resíduos - μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων — redução de forças - φαρμακευτικό φυτό — planta medicinal - σογιέλαιο — óleo de soja - ηλιέλαιο — óleo de girassol - κρέας θηραμάτων — carne de caça - κρέας κουνελιού — carne de coelho - αραβοσιτέλαιο — óleo de milho - δασμολογική μείωση — redução pautal - αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη — leite em pó desnatado - αναπροεξόφληση — redesconto - ανατίμηση του νομίσματος — revalorização - επανεξαγωγή — reexportação - αποξηραμένο προϊόν — produto seco - βελτιωτικό υφής — agente de textura - ασφαλιστικά μέτρα — procedimento cautelar - γεωργικές ενισχύσεις — ajuda à agricultura - κοινοτική προτίμηση — preferência comunitária - διοικητική μεταρρύθμιση — reforma administrativa - μεταρρύθμιση της ΚΓΠ — reforma da PAC - αγροτική μεταρρύθμιση — reforma agrária - κανονιστικές ρυθμίσεις της γεωργικής παραγωγής — regulamentação da produção agrícola - εκπαιδευτική μεταρρύθμιση — reforma do ensino - γεωργικές ποσοστώσεις — quota agrícola - κατώφλι εγγύησης — limiar de garantia - εναλλακτική γεωργική παραγωγή — produção agrícola alternativa - φόρος λιπαρών ουσιών — taxa sobre as matérias gordas - εδαφομεταρρύθμιση — reforma fundiária - μειονεκτική γεωργική περιοχή — zona agrícola desfavorecida - αγρότισσα — agricultora - νεαρός αγρότης — jovem agricultor - μεταρρύθμιση οργανισμού των δικαστηρίων — reforma judiciária - ομάδες εκμεταλλεύσεων — agrupamento de explorações agrícolas - δελτίο γεωργικής εκμετάλλευσης — ficha de exploração agrícola - λύσσα — raiva - γαλακτοπαραγωγή — produção leiteira - υποκατάστατα δημητριακών — substituto cerealífero - πολιτικός πρόσφυγας — refugiado político - δασικός συνεταιρισμός — grupo florestal - άρνηση προσφοράς — recusa de oferta - παραγωγή ξυλείας — produção de madeira - δασική ιδιοκτησία — propriedade florestal - δάση του δημοσίου — floresta estatal - ιδιωτικά δάση — floresta privada - άρνηση πώλησης — recusa de venda - οστρακοκαλλιέργεια — conquicultura - παραγωγή υδατοκαλλιέργειας — produção aquícola - άδεια αλιείας — licença de pesca - αυταρχικό καθεστώς — regime autoritário - καθεστώς ενισχύσεων — regime de ajuda - διάσπαση επιχείρησης — cisão de empresas - διεθνική επιχείρηση — empresa transnacional - αποκλειστική αγορά — compra em exclusividade - επιχείρηση κοινού συμφέροντος — empresa de interesse público - επιλεκτική διανομή — distribuição selectiva - καθεστώς γεωκτησίας — regime de propriedade do solo - ηλεκτρονικό ταχυδρομείο — correio electrónico - διαμεθοριακή ροή δεδομένων — fluxo de dados transfronteiriço - εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — meios de comunicação comerciais - οικονομικό σύστημα — regime económico - τοπικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — meios de comunicação locais - ιδιωτικό μέσο μαζικής επικοινωνίας — meios de comunicação privados - στρατιωτικό καθεστώς — regime militar - δίκτυο διαβίβασης — rede de transmissão - τηλεδιάσκεψη — teleconferência - ευρωπαϊκή τηλεόραση — televisão europeia - κοινοβουλευτικό πολίτευμα — regime parlamentar - τηλεοπτικά τέλη — televisão sujeita a pagamento - βιντεογραφία — videotexto - οικιακές εφαρμογές της πληροφορικής — informática doméstica - αποθήκευση δεδομένων — memorização de dados - πολίτευμα — regime político - εφαρμοσμένη πληροφορική — informática aplicada - εγκληματικότητα στον τομέα της πληροφορικής — criminalidade informática - δίκαιο της πληροφορικής — direito da informática - Επίσημη Εφημερίδα των ΕΕ — Jornal Oficial UE - πειρατεία πληροφορικής — pirataria informática - γεωργική περιοχή — região agrícola - έλεγχος εκλογών — controlo do escrutínio - συγκέντρωση αξιωμάτων — acumulação de mandatos - εκλογικό αποτέλεσμα — resultado eleitoral - εκχώρηση εξουσίας — delegação de poderes - περιφέρεια Βρυξελλών — região de Bruxelas-Capital - κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία — delegação parlamentar - εκλογική ενηλικιότητα — maioridade eleitoral - ομοσπονδιακό σύστημα — federalismo - παράκτια περιοχή — região litoral - δημοψήφισμα εμπιστοσύνης — plebiscito - κατανομή των ψήφων — repartição dos votos - συμβουλευτική εξουσία — poder consultivo - περιοχή ανάπτυξης — região de desenvolvimento - εξουσία διορισμού — poder de nomeação - προνόμιο — privilégio parlamentar - ριζοσπαστικό κόμμα — partido radical - ορεινή περιοχή — região montanhosa - μειονεκτική περιφέρεια — região desfavorecida - εξαφανισθέντες — desaparecimento forçado - κόμματα της μειοψηφίας — minoria política - αστυνομικοί έλεγχοι — controlo de polícia - πολιτική άμυνα — protecção civil - οικονομική περιφέρεια — região económica - ψήφος δι' αντιπροσώπου — voto por delegação - κοινoπραξία — joint venture - περιφέρεια Φλάνδρας — região flamenga - όργανα εκτελεστικής εξουσίας — executivo - κυβερνητικό πρόγραμμα — programa de governo - παραμεθόρια περιοχή — região fronteiriça - στήριξη της αγοράς — apoio do mercado - οικονομική μετατροπή — reconversão económica - βιομηχανική περιοχή — região industrial - ενισχύσεις μετατροπής — ajuda à reconversão - ενισχύσεις αναδιάρθρωσης — ajuda à reestruturação - ενίσχυση διάθεσης — ajuda ao escoamento - ενισχύσεις στη βιομηχανία — ajuda à indústria - αναδιανομή του εισοδήματος — redistribuição do rendimento - μεσογειακή περιφέρεια ΕΚ — região mediterrânica CE - βοήθεια στους πρόσφυγες — ajuda aos refugiados - βοήθεια στα θύματα καταστροφών — ajuda aos sinistrados - αναπτυξιακή βοήθεια — ajuda ao desenvolvimento - περιφέρεια με προτεραιότητα — região prioritária - αγροτική περιοχή — região rural - νέες βιομηχανικές χώρες — novo país industrializado - τουριστική περιοχή — região turística - κοινωνική οικονομία — economia social - γεωργικοί λογαριασμοί — contabilidade económica agrícola - περιφέρεια Βαλλωνίας — região da Valónia - μελέτη επιπτώσεων — estudo de impacto - οικονομικές συνέπειες — consequências económicas - διαδικασία συνεννοήσεως — processo de concertação - περιφερειοποίηση — regionalização - μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας — veículo pesado - διαστημικές μεταφορές — transporte espacial - περιφερειακή αποκέντρωση των συναλλαγών — regionalização das trocas - δορυφορικός σταθμός — instalação espacial - μίσθωση οχήματος — aluguer de veículos - γεωγραφικός προσδιορισμός των μεταφορών — localização dos transportes - κανονισμός — regulamento - άδεια ναυσιπλοΐας — licença de navegação - μεταφορικά — custo do transporte - κοινοτικός κανονισμός — regulamento comunitário - έγκριση τιμολογίων — homologação das tarifas - κίνηση λιμένων — tráfego portuário - κανονισμός ΕΚΑΕ — regulamento CEEA - έλεγχος της κυκλοφορίας — controlo da circulação - ποσοστώσεις μεταφορών — quota de transporte - αγορά των μεταφορών — mercado dos transportes - ταξινόμηση οχήματος — matrícula do veículo - έγγραφα του οχήματος — documentação do veículo - διευθέτηση των διαφορών — resolução de diferendos - διάρκεια μεταφοράς — duração do transporte - μεταφορές μεγάλης ταχύτητας — transporte a grande velocidade - έγγραφα μεταφοράς — documento de transporte - διάρκεια οδήγησης — tempo de condução - τεχνικός έλεγχος — controlo técnico - τουριστικό πρακτορείο — agência de viagens - δημοσιονομικός κανονισμός — regulamento financeiro - σύμβαση μεταφοράς — contrato de transporte - εταίρος — sócio - δικαστικός διακανονισμός — liquidação judicial - κανόνες του εμπορίου — regulamentação comercial - πολεοδομικές ρυθμίσεις — regulamentação urbanística - αερογραμμή — linha aérea - οδική κυκλοφορία — trânsito por estrada - διατάξεις περί θήρας — regulamentação da caça - ναυτιλιακή πολιτική — política marítima - ναυτιλιακή διάσκεψη — conferência marítima - κυκλοφοριακές διατάξεις — regulamentação da circulação - καταβύθιση αποβλήτων — imersão de resíduos - οικοδομικός κανονισμός — regulamentação da construção - μη ρυπαίνοντα οχήματα — veículo não poluente - εκμετάλλευση του θαλάσσιου πυθμένα — exploração dos fundos marinhos - αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — substituição dos recursos - επίπτωση στο περιβάλλον — impacto ambiental - επίβλεψη του περιβάλλοντος — vigilância do ambiente - προληπτικά αντισεισμικά μέτρα — prevenção anti-sísmica - προστασία των ακτών — protecção do litoral - καθορισμός ορίων ταχύτητας — regulamentação da velocidade - διαχείριση των υδάτων — gestão das águas - έλεγχος των συμπράξεων — regulamentação de acordos e práticas concertadas - γεωφυσικό περιβάλλον — meio geofísico - στάσιμα ύδατα — água estagnada - κανόνες επενδύσεων — regulamentação do investimento - θαλάσσια είδη — espécie marinha - είδη άγριας χλωρίδας και πανίδας — vida selvagem - ασφάλιση — seguro - ρύθμιση των τιμών — regulamentação de preços - φυτικοί πόροι — recursos vegetais - γεωργική καταστροφή — calamidade agrícola - τελωνειακοί κανόνες — regulamentação aduaneira - διάβρωση εδάφους — erosão - ρύπανση από τα αυτοκίνητα — poluição automóvel - συγκοινωνιακές διατάξεις — regulamentação dos transportes - ρύπανση από υδρογονάνθρακες — poluição pelos hidrocarbonetos - ρύπανση από μέταλλα — poluição pelos metais - ρύπανση από τα πλοία — poluição pelos navios - βιομηχανική ρύπανση — poluição industrial - εξομάλυνση της αγοράς — regularização do mercado - εισφορά κατά την εξαγωγή — direito nivelador à exportação - εισφορά κατά την εισαγωγή — direito nivelador à importação - έλεγχος των γεννήσεων — controlo da natalidade - παράνομη διακίνηση — tráfico ilícito - οργανισμός παρέμβασης — organismo de intervenção - Nimexe — Nimexe - ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών — controlo de transacções - ονομασία προέλευσης — denominação de origem - καθεστώς τελωνειακής αναστολής — regime aduaneiro suspensivo - επανεισαγωγή — reimportação - επιστροφή τελωνειακών δασμών — reembolso dos direitos aduaneiros - σχολική επανένταξη — reinserção escolar - τελωνειακό έδαφος της ΕΚ — território aduaneiro CE - κοινωνική επανένταξη — reinserção social - ενιαίο έγγραφο — documento único - απλούστευση των διατυπώσεων — simplificação das formalidades - απόρριψη του προϋπολογισμού — rejeição do orçamento - δασμολογική εξειδίκευση — especialização pautal - εμπορικές σχέσεις — relações comerciais - χρηματοπιστωτική συμφωνία — acordo financeiro - ασφάλιση εξαγωγών — seguro à exportação - αποβολή θερμότητας — poluente térmico - συμψηφισμός συναλλαγών — trocas compensadas - κοινοτικές εξαγωγές — exportação comunitária - κοινοτικές εισαγωγές — importação comunitária - αγαθά και υπηρεσίες — bens e serviços - διμερείς σχέσεις — relações bilaterais - κεφαλαιουχικό αγαθό — bens de equipamento - είδη ευκαιρίας — material usado - ολοκληρωμένο εμπόριο — comércio integrado - πολιτιστικές σχέσεις — relações culturais - βιομηχανική κατανάλωση — consumo industrial - παγκόσμια κατανάλωση — consumo mundial - μερτσαντάιζινγκ — merchandising - μάρκετινγκ — marketing - διπλωματικές σχέσεις — relações diplomáticas - εμπορική εκδήλωση — manifestação comercial - τιμή άνευ φόρων — preço sem taxas incluídas - εργασιακές σχέσεις — relações do trabalho - πώληση επί ζημία — venda com prejuízo - σέλφ-σέρβις — self-service - συνεργαζόμενο εμπόριο — comércio associado - πλανόδιο εμπόριο — comércio ambulante - ανεξάρτητο εμπόριο — comércio independente - αλυσίδα καταστημάτων — cadeia de lojas - σχέσεις εκπαίδευσης-βιομηχανίας — relação escola-indústria - κεντρικές αγορές — mercado grossista nacional - εμπορικός διανομέας — distribuidor comercial - οικονομικές σχέσεις — relações económicas - χρηματικά διαθέσιμα — disponibilidade monetária - σχέσεις κράτους-εκκλησίας — relação Igreja-Estado - ασφάλιση ατυχημάτων — seguro de acidentes - σχέσεις Ανατολής-Δύσης — relações Leste-Oeste - διαβιομηχανικές σχέσεις — relações interindustriais - νομισματική κρίση — crise monetária - διοργανικές σχέσεις — relações interinstitucionais - συναλλαγματικοί περιορισμοί — restrição cambial - διεθνείς σχέσεις — relações internacionais - άτοκη πίστωση — crédito gratuito - προεξοφλητικό επιτόκιο — taxa de desconto - πιστωτικός έλεγχος — controlo do crédito - διακοινοβουλευτικές σχέσεις — relações interparlamentares - ενδοκοινοτικές σχέσεις — relações intracomunitárias - διαφυγή κεφαλαίων — fuga de capitais - πλασματική τιμολόγηση — custo de transferência - σχέση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας — relação legislativo-executivo - εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση — financiamento a muito curto prazo - νομισματική σχέση — relações monetárias - χρηματοδότηση της επιχείρησης — financiamento da empresa - πολυμερείς σχέσεις — relações multilaterais - ασφάλιση πραγμάτων — seguro de bens - ασφάλιση προσώπων — seguro de pessoas - συνασφάλιση — co-responsabilidade de seguro - σχέση πόλης-υπαίθρου — relação cidade-campo - πιστωτικό ίδρυμα — instituição de crédito - βιομηχανική τράπεζα — banco industrial - ηλεκτρονική τραπεζική συναλλαγή — banca electrónica - ασφάλιση εργατικών ατυχημάτων — seguro de acidente de trabalho - ανθρώπινες σχέσεις — relações humanas - τραπεζικός έλεγχος — controlo bancário - τραπεζικά έξοδα — custos bancários - πιστώσεις προϋπολογισμού — crédito orçamental - γενικός προϋπολογισμός — orçamento geral do Estado - δημόσια οικονομικά περιφερειακής αυτοδιοίκησης — finanças regionais - θρησκεία — religião - χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού — financiamento do orçamento comunitário - συνεισφορές των κρατών μελών — contribuição dos Estados-membros - υπουργικός ανασχηματισμός — remodelação ministerial - φορολογική σύμβαση — convenção fiscal - φορολογικός έλεγχος — controlo fiscal - εξόφληση — reembolso - έκτακτος φόρος — imposto extraordinário - αναδασμός — emparcelamento - τιμολόγιο με δύο σκέλη — tarifa com margens fixas de variação - απαλλαγή από τέλη εξαγωγής — isenção de imposições nas exportações - τιμή μονάδος — preço unitário - τιμολόγιο στήριξης — tarifa de apoio - μικτή τιμή — preço misto - αντικατάσταση των εισαγωγών — substituição das importações - τιμές γεωργικών προϊόντων — preços dos produtos agrícolas - απολαβές από την εργασία — remuneração do trabalho - γεωργική ασφάλιση — seguro agrícola - γεωργική απόδοση — rendimento agrícola - αγωγή του πολίτη — educação cívica - εμπορική εκπαίδευση — ensino comercial - διδακτικό υλικό — material de ensino - εκπαιδευτικά προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών — software didáctico - σχέσεις εκπαίδευσης-επαγγελματικής ζωής — relação escola-vida profissional - πολεοδομική ανάπλαση — renovação urbana - νευροβιολογία — neurobiologia - αποδοτικότητα — rentabilidade - γυναικολογία — ginecologia - νευρολογία — neurologia - παιδιατρική — pediatria - οδοντιατρική — medicina dentária - πρώτες βοήθειες — primeiros socorros - ήπια ιατρική — medicina paralela - αναδιοργάνωση της βιομηχανίας — reorganização industrial - ακουστική — acústica - οπτική — óptica - κυβερνητική — cibernética - πετρολογία — petrologia - κατανομή των ενισχύσεων — repartição da ajuda - θρησκευτική αίρεση — seita religiosa - θεολογία — teologia - καταμερισμός των φόρων — distribuição da carga fiscal - ενιαία αγορά — mercado único - γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού — distribuição geográfica da população - μονογονεϊκή οικογένεια, μονογονική οικογένεια — família monoparental - υιοθετημένο τέκνο — criança adoptada - ασφάλιση αυτοκινήτων — seguro automóvel - κατανομή της παραγωγής — repartição da produção - προστασία της οικογένειας — protecção da família - κατανομή της αγοράς — repartição do mercado - τεχνητή σπερματέγχυση — inseminação artificial - κατανομή του πλούτου — distribuição da riqueza - φέρουσα μητέρα — mãe portadora - γονική μέριμνα — poder paternal - κατανομή των εδρών — repartição dos mandatos - έννομη σχέση με τους ανιόντες — filiação - επώνυμο — apelido - ευθύνη των γονέων — responsabilidade paternal - χωρισμός με δικαστική απόφαση — separação judicial - πληθυσμιακή δυναμική — dinâmica da população - κατανομή του εισοδήματος — distribuição do rendimento - κατανομή της εργασίας — distribuição do trabalho - πληθυσμιακή διακίνηση — migração de povoamento - ενισχύσεις για παλιννόστηση — ajuda ao regresso - δημογραφική γήρανση — envelhecimento demográfico - επαγγελματική κινητικότητα — mobilidade profissional - γεωγραφική κατανομή — distribuição geográfica - κατανομή κατά ηλικία — distribuição etária - κατανομή κατά κεφαλή — produto per capita - τιμητική διάκριση — distinção honorífica - εθελοντική προσφορά κοινωνικής εργασίας — solidariedade social - εθελοντική οργάνωση — organização de beneficência - ασφάλιση ανεργίας — seguro de desemprego - κατανομή ανά απασχολούμενο άτομο — produto por pessoa activa - παίγνια — jogos - αίθουσες παιγνίων — estabelecimento de jogos - αυτόματα παιχνίδια — jogo automático - κατανομή κατά φύλο — distribuição por sexos - ψάρεμα — pesca desportiva - τουριστικές ανταλλαγές — intercâmbio turístico - αλλοδαποί τουρίστες — turismo estrangeiro - αγροτικός τουρισμός — turismo rural - ευρετήριο — repertório - τουριστική υποδομή — infra-estrutura turística - κοινωνικός προϋπολογισμός — orçamento social - μεταφύτευση — replantação - ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική — política social europeia - καταπολέμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς — combate à delinquência - εγκληματικότητα — criminalidade - μεταφορά πιστώσεων — transferência de verba - άτομο με διανοητική μειονεξία — deficiente mental, retardado mental, subnormal - γενετήσιος ακρωτηριασμός — mutilação sexual - εβδομαδιαία ανάπαυση — descanso semanal - εμπορία ναρκωτικών — tráfico de estupefacientes - γενική ιατρική — clínica geral - κοινωνική συνδρομή — assistência social - κοινωνικός εξοπλισμός — equipamento social - δίκαιο των κοινωνικών ασφαλίσεων — direito à segurança social - κοινωνική εργασία — trabalho social - κατ' οίκον βοήθεια — ajuda doméstica - επικουρική σύνταξη — pensão complementar - συνδικαλιστικός εκπρόσωπος — representante sindical - βιβλιάριο υγείας — cartão sanitário - νοσήλειο — despesas de saúde - έξοδα εισαγωγής σε νοσοκομείο — despesas de hospitalização - διπλωματική αντιπροσωπεία — representação diplomática - νοσηλεία — internamento hospitalar - κατ' οίκον νοσηλεία — cuidados médicos ao domicílio - δικαιώματα του ασθενούς — direitos do doente - δημόσια υγιεινή — higiene pública - κοινωνική ιατρική — medicina social - ασφάλιση πιστώσεων — seguro de crédito - εκπροσώπηση του προσωπικού — representação do pessoal - ιδιωτικοί ιατροί — medicina privada - ανέγερση αστικών οικοδομών — construção urbana - έργα αστικής υποδομής — infra-estrutura urbana - αγορά ακινήτων — mercado imobiliário - πολιτική εκπροσώπηση — representação política - έλεγχος ενοικίων — lei das rendas - Νήσος του Μαν — Ilha de Man - Καστίλλη και Λεόνη — Castela e Leão - αναλογική αντιπροσώπευση — representação proporcional - Καστίλλη και Μάντσα — Castela e Mancha - Κανταβρία — Cantábria - Βαλεαρίδες Νήσοι — Ilhas Baleares - Ριόχα — La Rioja - Θέουτα και Μελίγια — Ceuta e Melilha - καταστολή — repressão - Κοινότητα της Μαδρίτης — Comunidade de Madrid - Κοινότητα της Βαλέντσια — Comunidade de Valença - Περιφέρεια της Μούρθια — Região de Múrcia - Βόρεια Πορτογαλία — região do Norte - Κεντρική Πορτογαλία - Λισσαβώνα και Κοιλάδα του Τάγου — Lisboa e vale do Tejo - Βόρεια Αγγλία — Inglaterra do Norte - Βορειοδυτική Αγγλία — Inglaterra do Noroeste - Νοτιοανατολική Αγγλία — Inglaterra do Sudeste - Νοτιοδυτική Αγγλία — Inglaterra do Sudoeste - οικονομική ανάκαμψη — retoma económica - Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Antígua e Barbuda - Ανγκουίλα — Anguila - Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — São Cristóvão e Nevis - αναπαραγωγή — reprografia - Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — São Vicente e Granadinas - Ilhas Virgens americanas - Μείζον Μαγκρέμπ — Grande Magrebe - ζωική αναπαραγωγή — reprodução animal - πολλαπλασιασμός των φυτών — reprodução vegetal - Νήσοι Μάρσαλ — Ilhas Marshall - ασφάλιση αναπηρίας — seguro de invalidez - Δομινικανή Δημοκρατία — República Dominicana - Νήσος Πίτκαιρν — Pitcairn - επίταξη των εργαζομένων — requisição de trabalhadores - βιολογικά όπλα — arma biológica - όπλα μαζικής καταστροφής — arma de destruição maciça - στρατηγικά πυρηνικά όπλα — arma nuclear estratégica - δίκτυο πληροφόρησης — rede de informação - δίκτυο λογιστικής πληροφόρησης — rede de informação contabilística - βαλλιστικός πύραυλος — míssil balístico - κατευθυνόμενο βλήμα — míssil guiado - διηπειρωτικός πύραυλος — míssil intercontinental - δίκτυο μεταφορών — rede de transporte - σιδηροδρομικό δίκτυο — rede ferroviária - διαστημικά όπλα — arma espacial - όπλα ακτίνων λέιζερ — arma de laser - πυροβόλα όπλα και πυρομαχικά — arma de fogo e munições - πλωτό δίκτυο — rede de vias navegáveis - Στρατός Ξηράς — exército - παραστρατιωτικό σώμα — força paramilitar - οδικό δίκτυο — rede de estradas - Πολεμική Αεροπορία — força aérea - δυνάμεις στην αλλοδαπή — forças armadas no estrangeiro - Πολεμικό Ναυτικό — marinha de guerra - αποθεματικά — reservas - θητεία γυναικών — serviço militar feminino - εθελοντική θητεία — serviço voluntário - λογιστικό αποθεματικό — reserva contabilística - αμυντικές δαπάνες — despesas de defesa - στρατηγική άμυνα — defesa estratégica - συναλλαγματικό απόθεμα — reservas cambiais - διεθνής ασφάλεια — segurança internacional - πολιτική εξοπλισμών — política de armamento - ευρωπαϊκή πολιτική εξοπλισμών — política europeia de armamento - ευρωπαϊκή ασφάλεια — segurança europeia - μη διάδοση των πυρηνικών όπλων — não-proliferação nuclear - περιορισμός των εξοπλισμών — limitação de armamento - αποπυρηνικοποίηση — desnuclearização - περιοχή προστασίας της φύσης — reserva natural - τυποποίηση οπλικών συστημάτων — harmonização do armamento - κατοικία — residência - διεθνής συμφωνία — acordo internacional - διμερής συμφωνία — acordo bilateral - πολυμερής συμφωνία — acordo multilateral - διεθνείς διαπραγματεύσεις — negociação internacional - υπογραφή συμφωνίας — assinatura de acordo - διεθνή έγγραφα — instrumento internacional - υπολείμματα παρασιτοκτόνων — resíduo de pesticida - ψήφισμα — resolução - υπολείμματα πρίσεως — resíduo de madeira - ευρωπαϊκή σύμβαση — convenção europeia - διεθνές σύμφωνο ΟΗΕ — pacto internacional ONU - διεθνής πολιτική — política internacional - καταγγελία συμβάσεως — rescisão de contrato - διεθνή ζητήματα — questão internacional - ασφάλιση ζημιών — seguro contra danos - ρητίνη — resina - διαγερμανικές σχέσεις — relações interalemãs - διεθνής βοήθεια — ajuda internacional - κώδικας δεοντολογίας — código de conduta - διεθνείς κυρώσεις — sanção internacional - κοινοτικό ψήφισμα — resolução comunitária - θρησκευτική ομάδα — grupo religioso - κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες — grupo sociocultural - επισιτιστική ανεξαρτησία — independência alimentar - πολιτική συνεργασίας — política de cooperação - ψήφισμα ΟΗΕ — resolução ONU - νομική συνεργασία — cooperação jurídica - στρατιωτική κατοχή — ocupação militar - ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — resolução PE - κατεχόμενα εδάφη — território ocupado - πολυεθνική στρατιωτική δύναμη — força multinacional - ευθύνη — responsabilidade - αιχμάλωτος πολέμου — prisioneiro de guerra - Αρμενικό ζήτημα — questão arménia - Κουρδικό ζήτημα — questão do Curdistão - Παλαιστινιακό ζήτημα — questão da Palestina - ένωση της Γερμανίας — unificação da Alemanha - διεθνής ευθύνη — responsabilidade internacional - ΔΑΕ — CDE - ευρωπαϊκοί πύραυλοι — euromísseis - έλεγχος των εξοπλισμών — controlo de armamento - ευθύνη υπουργών — responsabilidade governamental - Συμφωνία START — acordo START - Συμφωνία Περιορισμού Αντιβαλλιστικών Πυραύλων — Acordo ABM - ζώνη ειρήνης — zona de paz - ιατροφαρμακευτική περίθαλψη — seguro de doença - ποινική ευθύνη — responsabilidade penal - ΟΑΣΕ — OSCE - μακροχρόνια ανεργία — desemprego de longa duração - επαγγελματική επανένταξη — reinserção profissional - πολιτική ευθύνη — responsabilidade política - καταπολέμηση της ανεργίας — combate ao desemprego - προγραμματισμός του εργατικού δυναμικού — planificação da mão-de-obra - επιμερισμός θέσης εργασίας — trabalho partilhado - λύση της σχέσεως εργασίας — cessação de emprego - μετατροπή της φύσης της απασχόλησης — conversão de emprego - τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης — iniciativa local para o emprego - μη αμειβόμενη εργασία — trabalho voluntário - υπήκοος κράτους μέλους των ΕΚ — cidadão da Comunidade Europeia - έκτακτη εργασία — trabalho temporário - ζωικοί πόροι — recursos animais - εργασία των νέων — trabalho dos jovens - εργασία των γυναικών — trabalho feminino - θαλάσσιοι πόροι — recursos marítimos - επαγγελματική επανειδίκευση — reciclagem profissional - οικονομικοί πόροι — recurso económico - περίοδος άσκησης — estágio de formação - υδάτινοι πόροι — recursos hídricos - εδαφικοί πόροι — recursos do solo - στατιστικές απασχόλησης — estatística do emprego - ενεργειακοί πόροι — recursos energéticos - βοηθητικός εργαζόμενος — trabalhador auxiliar - εκπατριζόμενος εργαζόμενος — trabalhador expatriado - ναυτασφάλιση — seguro marítimo - διευθυντής επιχείρησης — director de empresa - αλιευτικοί πόροι — recurso haliêutico - ανεξάρτητος επαγγελματίας — profissão independente - ορυκτός πλούτος — recurso mineral - εργασία την Κυριακή — trabalho extraordinário - φυσικοί πόροι — recursos naturais - ρυθμός της εργασίας — cadência do trabalho - ανανεώσιμοι πόροι — recurso renovável - εργασία εξ αποστάσεως — teletrabalho - πάγωμα των μισθών — bloqueio dos salários - πρόσθετοι πόροι — recursos adicionais - μισθολογική μείωση — redução dos salários - πρόσθετες απολαβές — vantagem acessória - αποζημίωση και απόδοση εξόδων — ajudas de custo - πόροι του προϋπολογισμού — recursos orçamentais - διορισμοί προσωπικού — nomeação do pessoal - ίδιοι πόροι — recursos próprios - εσωτερικός κανονισμός — regulamento interno - περίοδος δοκιμασίας — período de estágio - συνδικαλιστικά δικαιώματα — direitos sindicais - συνδικαλιστικές ελευθερίες — liberdade sindical - επαγγελματική δεοντολογία — deontologia profissional - υποχρεωτική ασφάλιση — seguro obrigatório - επιστροφή κατά την εξαγωγή — restituição à exportação - παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους — participação dos trabalhadores nos lucros da empresa - επιστροφή κατά την εισαγωγή — restituição à importação - συνδικαλιστικές εκλογές — eleição sindical - κοινωνικοί εταίροι — parceiro social - δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο — sindicato de funcionários públicos - επαγγελματικός σύνδεσμος — associação profissional - συνδικάτο — sindicato - επιστροφή στην παραγωγή — restituição à produção - περιορισμοί στις εξαγωγές — restrição à exportação - διπλωματικός κλάδος — profissão diplomática - περιορισμοί στις εισαγωγές — restrição à importação - επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της επικοινωνίας — profissional da comunicação - περιορισμός του ανταγωνισμού — restrição de concorrência - διοικητικός κλάδος — profissão administrativa - προσωπικό γραμματείας — pessoal de secretariado - περιορισμοί στο εμπόριο — restrição ao comércio - επαγγελματικός κλάδος της πληροφόρησης — profissional da informação - επιστήμονες — profissão científica - τεχνικά επαγγέλματα — profissão técnica - περιορισμός ελευθερίας — restrição da liberdade - ασφαλιστικός κλάδος — profissional de seguros - ποσοτικός περιορισμός — restrição quantitativa - μικρό κατάστημα — pequeno comércio - οδοντίατρος — dentista - ιατρός — médico - κτηνίατρος — veterinário - φαρμακοποιός — farmacêutico - μαία — parteira - καλλιτεχνικά επαγγέλματα — profissão artística - ιδιωτική ασφάλιση — seguro privado - αναδιάρθρωση της βιομηχανίας — reestruturação industrial - λογοτέχνης — profissão literária - αποτέλεσμα εκμετάλλευσης — resultado de exploração - προσωπικό πωλήσεων — vendedores - εμπορικός αντιπρόσωπος — representante de comércio - αποτέλεσμα της γεωργικής εκμετάλλευσης — resultado da exploração agrícola - σχολική επίδοση — sucesso escolar - επαγγελματικοί κλάδοι του τομέα της πληροφορικής — profissional da informática - τουριστικά επαγγέλματα — profissional de turismo - ξενοδοχειακά επαγγέλματα — profissão hoteleira - βοηθητικά επαγγέλματα — pessoal dos serviços - επαναφορά των δασμών — restabelecimento dos direitos aduaneiros - τραπεζικοί υπάλληλοι — profissão bancária - επαγγελματικός αθλητισμός — desporto profissional - διαμετακόμιση — trânsito - καθυστέρηση στα μαθήματα — atraso escolar - ευρωπαϊκός βιομηχανικός χώρος — espaço industrial europeu - κοινοτική βιομηχανική πολιτική — política industrial comunitária - απόσυρση από την αγορά — retirada do mercado - βιοτεχνία — artesanato - μικρή βιομηχανία — pequena indústria - ημιελαφρά βιομηχανία — indústria média - μικρομεσαία βιομηχανία — pequenas e médias indústrias - συνταξιούχος — reformado - εγκατάσταση βιομηχανιών — implantação industrial - βιομηχανική ελεύθερη ζώνη — zona franca industrial - πρόωρη συνταξιοδότηση — reforma antecipada - τεχνολογικό πάρκο — parque tecnológico - πλεόνασμα παραγωγής — excedente de produção - μεταφορά και διακίνηση φορτίων — operação de manutenção - δημόσια ασφάλιση — seguro público - επανεπεξεργασία καυσίμου — reprocessamento do combustível - βιομηχανική κατασκευή — fabrico industrial - ποσοστώσεις παραγωγής — quota de produção - στατιστικές παραγωγής — estatísticas de produção - ευθύνη του παραγωγού — responsabilidade do produtor - νέες τεχνολογίες — nova tecnologia - σύνοδος κορυφής — cimeira - καθαρές τεχνολογίες — tecnologia limpa - παραδοσιακές τεχνολογίες — tecnologia tradicional - τεχνολογικές διεργασίες — processo tecnológico - τεχνικός κανονισμός — regulamentação técnica - διάρκεια ζωής του προϊόντος — duração de vida do produto - ελαττωματικό προϊόν — produto defeituoso - υπουργική συνάντηση — reunião ministerial - τεχνική προδιαγραφή — especificação técnica - ευρωπαϊκό πρότυπο — norma europeia - διεθνές πρότυπο — norma internacional - εναρμόνιση προτύπων — harmonização das normas - τεχνικός κανόνας — regulamento técnico - διεθνής σύνοδος — reunião internacional - τεχνολογία ανακύκλωσης — tecnologia de reciclagem - προϋπολογισμός για την έρευνα — orçamento consagrado à investigação - μισθολογική αύξηση — ajustamento salarial - Eureka — Eureka - ερευνητικό προσωπικό — pessoal de investigação - κοινοτική πολιτική έρευνας — política comunitária da investigação - σχέσεις επιστήμης-βιομηχανίας — relação indústria-investigação - οργανισμός έρευνας — organismo de investigação - εμπορικό σήμα — marca comercial - σήμα κατατεθέν — marca registada - σχέδια και υποδείγματα — desenho e modelo - πρόσθετο εισόδημα — rendimento complementar - δίκαιο σημάτων — direito de marcas - ευρωπαϊκό σήμα — marca europeia - πειράματα σε ζώα — experimentação com animais - πειράματα στον άνθρωπο — experimentação com seres humanos - έρευνα στην επιχείρηση — investigação na empresa - βασική έρευνα — investigação de base - έρευνα για στρατιωτικούς σκοπούς — investigação militar - πανεπιστημιακή έρευνα — investigação universitária - ασφάλεια αστικής ευθύνης — seguro de responsabilidade civil - εισόδημα επένδυσης — rendimento do investimento - ομάδα των 77 — Grupo dos 77 - ομάδα του Συμφώνου Κονταδόρα — Grupo Contadora - μη αυτόνομο έδαφος — território não autónomo - κίνηση καταναλωτών — movimento de consumidores - εισόδημα γεωργού — rendimento do agricultor - αποζημίωση γραμματείας — subsídio e abono de secretariado - μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων — transporte de mercadorias perigosas - πρόσοδος γεωργικής εκμετάλλευσης — rendimento da exploração agrícola - παιδαγωγική μέθοδος — método pedagógico - εισόδημα των νοικοκυριών — rendimento familiar - φορολογητέο εισόδημα — rendimento tributável - εθνικό εισόδημα — rendimento nacional - υποθαλάσσιος ορυκτός πλούτος — recursos minerais submarinos - εισόδημα από μη μισθωτές υπηρεσίες — rendimento não salarial - υλικά προηγμένης τεχνολογίας — novos materiais - επίστρωση δαπέδου — revestimento de superfície - υπεραγώγιμα κράματα — liga supercondutora - σύνθετα υλικά — material compósito - κεραμικά υλικά — cerâmica técnica - ειδικά πολυμερή — polímero especial - άμορφα υλικά — material amorfo - σωματίδια υπέρλεπτου διαχωρισμού — partícula ultrafina - βιοϋλικά — biomaterial - κράματα μνημών — liga com memória - αναθεώρηση του συντάγματος — revisão da Constituição - συμφωνία ADN — Acordo ADN - διακοπές κατά τμήματα — planeamento dos períodos de férias - αναθεώρηση νόμου — revisão da lei - μικροϋπολογιστής — microcomputador - τουριστική πολιτική — política de turismo - ασφάλιση μεταφορών — seguro de transportes - βιομηχανική επανάσταση — revolução industrial - ΒΙΤ — BIT - Ecosoc — ECOSOC - UNHCR — ACNUR - Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία — Renânia do Norte-Vestefália - ΒΕΕ — BEE - Ρηνανία-Παλατινάτο — Renânia-Palatinado - EAES — SEEA - ΑΕΕΝ — AEEN - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας — Fundação Europeia para a Melhoria das Condições de Vida e de Trabalho - Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Φλωρεντίας — Instituto Europeu de Florença - Ρίμπε — Ribe - UER — UER - πλούτος — riqueza - ΟΝΕΔΑ — UEMAO - ασφάλεια ζωής — seguro de vida - ρίκινο — rícino - ADC — CDA - Ρινγκκαίμπινγκ — Ringkøbing - MCAC — MCCA - κάλυψη κινδύνου — risco coberto - CAD — CAD - κίνδυνος για την υγεία — risco sanitário - πολιτική πυρηνικής ενέργειας — política nuclear - ρύζι — arroz - πετρελαϊκή πολιτική — política petrolífera - αποθήκευση υδρογονανθράκων — armazenagem de hidrocarbonetos - οριστική παύση λειτουργίας σταθμού — central desactivada - ενέργεια γεωργικής προέλευσης — agro-energia - ενεργειακός τομέας — indústria energética - καύσιμα αλκοόλης — álcool combustível - ρομποτική — robótica - ενεργειακό προϊόν — produto energético - βιομηχανία εξόρυξης άνθρακα — indústria carbonífera - αυτοματοποίηση της παραγωγής — robotização - πολιτική για τον άνθρακα — política carbonífera - κατεργασία του άνθρακα — tratamento do carvão - κοινωνικός ρόλος — papel social - μεταλλευτική παραγωγή — produção mineira - ασφάλεια γήρατος — seguro de velhice - Ροσκίλντε — Roskilde - μεταλλευτική εκμετάλλευση — exploração de minério - μεταλλικό ορυκτό — minério metálico - βωξίτης — bauxite - ασφαλτούχα υλικά — material betuminoso - ορυκτά και πετρώματα — terras e pedras - τριβείς — rolamento - φωσφορικά άλατα — fosfato - ποτάσσα — potassa - Ρουμανία — Roménia, Romênia, Ruménia - έρευνα πετρελαίων — exploração petrolífera - άντληση πετρελαίου — extracção de petróleo - εγκαταστάσεις ανοικτής θάλασσας — instalação marítima - παραγωγή πετρελαίου — produção de petróleo - βουτάνιο — butano - αλκάνιο, παραφίνη — Alcanos, parafina - αργό πετρέλαιο — petróleo bruto - ντίζελ — gasóleo - πετρέλαιο εξωτερικής καύσεως — fuelóleo - Ηνωμένο Βασίλειο — Reino Unido - προπάνιο — propano - καύσιμο αεροπλάνων — carburante para aviões - ΥΧΕ του Ηνωμένου Βασιλείου — PTU do Reino Unido - πετρέλαιο μηχανών — petróleo marítimo - περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου — regiões do Reino Unido - σταθμός παραγωγής ενέργειας — central energética - ηλεκτροπαραγωγή — indústria eléctrica - εγκατάσταση σταθμού ηλεκτροπαραγωγής — implantação de central energética - υδροηλεκτρικά έργα — planeamento hidroeléctrico - Σάμπα — Sabá - ψύξη του αντιδραστήρα — arrefecimento do reactor - πυρηνική χημεία — química nuclear - αστρονομία — astronomia - Σαμπάχ - ακτινοβολημένο καύσιμο — combustível irradiado - σακχαρόζη — sacarose - βιολογικές διεργασίες — bioprocesso - βιολογική βιομηχανία — bio-indústria - βιομηχανία βοηθητικών χημικών υλών — paraquímica - Δυτική Σαχάρα — Sara Ocidental - μη πλατέα προϊόντα — produto não plano - πλατέα προϊόντα — produto plano - μορφοχάλυβες — perfil - Σαχέλ — Sahel - λεπτό στρώμα — chapa fina - τετηγμένο χοίρειο λίπος — banha - βασική χημική βιομηχανία — indústria química de base - χημικό στοιχείο — elemento, elemento químico - χρώματα και βερνίκια — tintas e vernizes - Άγιος Ευστάθιος — Santo Eustáquio - φάρμακα — medicamento - Άγιος Μαρίνος — São Marinho - ορμόνες — hormona - Άγιος Μαρτίνος — São Martinho - οργανικό χημικό προϊόν — produto químico orgânico - μεταλλουργική βιομηχανία — indústria metalúrgica - διεπιχειρησιακή συμφωνία — acordo empresarial - Πριγκιπάτο Αστουριών — Principado das Astúrias - Άγιος Πέτρος και Μικελόν — São Pedro e Miquelon - προϊόντα χαλυβουργίας — produto siderúrgico - κοχλιοποιία-βλητροποιία — rebites e parafusos - λευκοσιδηρουργία-μαχαιροποιία — latoaria e cutelaria - σφυρήλατα αντικείμενα — serralharia - επίστρωση μετάλλων — revestimento de metais - Αγία Ελένη — Santa Helena - μηχανήματα χαλυβουργίας — equipamento siderúrgico - ειδικοί χάλυβες — aços especiais - Αγία Λουκία — Santa Lúcia - αντιμόνιο — antimónio - βηρύλλιο — berílio - κάδμιο — cádmio - κράματα σιδήρου — liga de ferro - ταντάλιο — tântalo - κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων — execução por dívidas - βιομηχανία ποδηλάτων και μοτοσυκλετών — velocípedes e motociclos - εργαλείο — ferramenta - επιστημονική συσκευή — aparelho científico - μισθός — salário - ιατρικός εξοπλισμός — material médico-cirúrgico - αμοιβή επί τη αποδόσει — salário à peça - ψυκτική εγκατάσταση — instalação frigorífica - ωρομίσθιο — salário horário - βιομηχανικά ρομπότ — robot industrial - μισθός οικοκυράς — salário doméstico - κατώτατος μισθός — salário mínimo - IATA — IATA - οπτικοακουστικό μέσο — material audiovisual - μηχάνημα αναπαραγωγής ήχου — aparelho reprodutor de som - Νήσοι Σολομώντος — Salomão - Ανεξάρτητο κράτος των Σαμόα, Σαμόα — Línguas de Samoa, Samoa - τηλεπικοινωνιακό υλικό — material de telecomunicações - οικιακή ηλεκτρική συσκευή — electrodoméstico - διοικητική κύρωση — sanção administrativa - βιομηχανικό ηλεκτρικό μηχάνημα — máquina industrial - ηλεκτρική μηχανή — máquina eléctrica - ηλεκτρομαγνητικό υλικό — material electromagnético - κοινοτικές κυρώσεις — sanção comunitária - βιντεοδίσκος — videodisco - βιντεοκασέτα — videocassete - μέσο εγγραφής — suporte de gravação - οικονομικές κυρώσεις — sanção económica - δίσκος — disco - οπτικό μέσο — suporte óptico - προεγγεγραμμένο μέσο εγγραφής — suporte gravado - συσκευή ακτινοβολιών — emissor de radiações - ασύρματη τηλεπικοινωνία — telecomunicação sem fios - μικροηλεκτρονική — microelectrónica - ποινική κύρωση — sanção penal - οικοδομικός τομέας — indústria da construção civil - οικοδομικές πλάκες — painel de construção - μεγάλα δημόσια έργα — grandes obras - συγκολλητό ξύλο — madeira aglomerada - βιομηχανία δερμάτινων ειδών — marroquinaria e luvaria - γουνοποιία — indústria de peles - Σάο Τομέ και Πρίνσιπε — São Tomé e Príncipe - Σαραουάκ — Sarawak - ψιλικά — retrosaria - Σαρδηνία — Sardenha - ύφασμα από συνθετικά νήματα — têxtil sintético - ύφασμα από φυσικά νήματα — têxtil natural - επί μέρους βιομηχανικοί κλάδοι — indústrias diversas - χρυσοχοΐα-αργυροχοΐα — joalharia e ourivesaria - κοινωνικά δικαιώματα — direitos sociais - πολιτικά δικαιώματα — direitos políticos - οικονομικά δικαιώματα — direitos económicos - χάρτης των δικαιωμάτων του ανθρώπου — Carta dos Direitos do Homem - Σάαρ — Sarre - αθεϊσμός — ateísmo - δορυφόρος — satélite - ελευθερία κυκλοφορίας — liberdade de circulação - ικανοποίηση από την εργασία — satisfação no trabalho - αγώνας κατά των διακρίσεων — luta contra a discriminação - διακρίσεις εθνότητας — discriminação étnica - σεξουαλική ελευθερία — liberdade sexual - ξενοφοβία — xenofobia - ισότητα των φύλων — igualdade homem-mulher - ελευθερία εκπαίδευσης — liberdade de ensino - δικαίωμα ανάπτυξης — direito ao desenvolvimento - δικαιώματα του παιδιού — direitos da criança - βάναυση και εξευτελιστική μεταχείριση — tratamento cruel e degradante - Σλέσβιχ-Χολστάιν — Schleswig-Holstein - προστασία του παιδιού — protecção da infância - αναδρομικότητα του νόμου — retroactividade da lei - συγκριτικό δίκαιο — direito comparado - διοικητική επιστήμη — ciência administrativa - νομοθεσία τοπικής αυτοδιοίκησης — legislação local - επιστήμη των πληροφοριών — ciência da informação - αστική ευθύνη — responsabilidade civil - συμβατική ευθύνη — responsabilidade contratual - επιστήμη της συμπεριφοράς — ciências do comportamento - ιδιοκτησία — propriedade de bens - εδαφολογία — ciência dos solos - ιδιωτικοποίηση — privatização - οικονομική επιστήμη — ciência económica - κληρονομικό δικαίωμα — direito sucessório - χρονομεριστική ιδιοκτησία — regime de habitação periódica - δουλείες — servidão - άσκηση των δικαιωμάτων — gozo dos direitos - νόμιμη κατοικία — domicílio legal - βιολογικές επιστήμες — ciências da vida - φερεγγυότητα — solvibilidade financeira - έγκλημα κατά προσώπων — crime contra as pessoas - έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας — crime contra os bens - παράνομη κατακράτηση προσώπων — sequestro de pessoas - φυσικές επιστήμες — ciências físicas - τελωνειακή παράβαση — fraude aduaneira - δυσφήμηση — difamação - φορολογικό έγκλημα — direito penal fiscal - γεωλογικές επιστήμες — ciências da Terra - φυλάκιση — encarceramento - σωφρονιστικό δίκαιο — direito penitenciário - κρατούμενος — preso - κοινωνικές επιστήμες — ciências sociais - υποκατάστατο της ποινής — pena de substituição - ελευθερία υπό όρους — semiliberdade - δήμευση — confisco de bens - μείωση ποινής — diminuição de pena - μεταγωγή κρατουμένων — transferência de detidos - καθεστώς των φυλακών — regime penitenciário - διοίκηση σωφρονιστικών καταστημάτων — administração penitenciária - πολιτική διάσπαση — cisão política - παραγραφή της αξιώσεως — prescrição de acção - συνεδρίαση του δικαστηρίου — audiência - ευεργέτημα πενίας — assistência judiciária - σύλληψη — captura - διεξαγωγή αποδείξεων — inquérito judiciário - κατ' οίκον έρευνα — perquisição - δικαιώματα της υπεράσπισης — direitos da defesa - ψηφοφορία σε δύο γύρους — escrutínio de duas voltas - ψηφοφορία σε ένα γύρο — escrutínio de uma volta - σύστημα ψήφισης συνδυασμών — escrutínio por listas - αγωγή αποζημίωσης ΕΚ — acção por responsabilidade CE - προσφυγή υπαλλήλου κατά της διοίκησης — recurso do pessoal - προδικαστική παραπομπή ΕΚ — reenvio prejudicial CE - πλειοψηφικό σύστημα — escrutínio maioritário - σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών — escrutínio uninominal - εμποροδικείο — jurisdição comercial - κοινοβουλευτική συνεδρίαση — reunião parlamentar - διαιτητικό δικαστήριο — jurisdição de arbitragem - διεθνές δικαστήριο — jurisdição internacional - φορολογικό δικαστήριο — jurisdição fiscal - ξηρασία — seca - ορκωτός δικαστής — magistrado não profissional - θαλάσσιες εκτάσεις — espaço marítimo - προσβολή της ασφάλειας του κράτους — atentado à segurança do Estado - τραπεζικό απόρρητο — sigilo bancário - θαλάσσια επιτήρηση — vigilância marítima - ελευθερία των θαλασσών — liberdade dos mares - βιομηχανικό απόρρητο — segredo industrial - διάστημα — espaço extra-atmosférico - κυριότητα στο διάστημα — propriedade do espaço - επαγγελματικό απόρρητο — segredo profissional - χρήση του διαστήματος — utilização do espaço - Γραμματεία του ΟΗΕ — Secretariado da ONU - αλλοδαπός — estrangeiro - δικαίωμα παραμονής — direito de residência - είσοδος αλλοδαπών — entrada de estrangeiros - οικονομικός τομέας — sector económico - μικτός γάμος — casamento misto - πρωτογενής τομέας — sector primário - διεθνές δίκαιο-εσωτερικό δίκαιο — direito internacional-direito interno - διεθνές οικονομικό δίκαιο — direito internacional económico - διοικητική ευθύνη — responsabilidade administrativa - Δημόσιο Οικονομικό Δίκαιο — direito público económico - τεταρτογενής τομέας — sector quaternário - απόφαση ΕΚ — decisão CEE - οδηγία ΕΚ — directiva CE - δευτερογενής τομέας — sector secundário - κοινοτική έννομη τάξη — ordem jurídica comunitária - παράγωγο δίκαιο — direito derivado - οδηγία ΕΚΑΕ — directiva CEEA - σύσταση ΕΚ — recomendação CE - τριτογενής τομέας — sector terciário - κανονισμός ΕΚ — regulamento CE - κανονισμός εφαρμογής — regulamento de execução - γνώμη της ΕΚΑΕ — parecer CEEA - ασφάλεια εφοδιασμού — segurança de abastecimento - γνώμη της ΕΚΑΧ — parecer CECA - γνώμη του Δικαστηρίου ΕΚ — parecer do Tribunal de Justiça CE - εναρμόνιση κοινωνικών ασφαλίσεων — harmonização da segurança social - ασφάλεια της απασχόλησης — segurança do emprego - εξωτερική αρμοδιότητα ΕΚ — competência externa CE - πρωτόκολλο ΕΚ — protocolo CE - Συνθήκη Συγχωνεύσεως — Tratado de Fusão - ασφάλεια των μεταφορών — segurança dos transportes - Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη — Acto Único Europeu - συνθήκη προσχωρήσεως ΕΚ — Tratado de Adesão CE - ασφάλεια του προϊόντος — segurança do produto - κοινή επιχείρηση ΕΚΑΕ — empresa comum CEEA - ασφάλεια στην εργασία — segurança no trabalho - σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης — relações da União Europeia - Συμβούλιο Υπουργών ΑΚΕ-ΕΚ — Conselho de Ministros ACP-CE - πυρηνική ασφάλεια — segurança nuclear - Μέλος του Δικαστηρίου ΕΚ — membro do Tribunal de Justiça CE - Μέλος της Επιτροπής — comissário europeu - δημόσια ασφάλεια — segurança pública - AEC — AEC - συμφωνία συνδέσεως ΕΚ — acordo de associação CE - σύμβαση ΑΚΕ-ΕΚ — convenção CE - κοινωνική ασφάλιση — segurança social - Επιτροπή Πρέσβεων ΑΚΕ-ΕΚ — Comité dos Embaixadores ACP-CE - Ισομερής Επιτροπή ΑΚΕ-ΕΚ — Comité Paritário ACP-CE - Σύμβαση Λομέ ΙΙΙ — Convenção de Lomé III - EURES — EURES - ΕΤΑ — FED - ΕΚΤ — FSE - διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — alargamento da União Europeia - χορήγηση κατοικίας — atribuição de casa - ιστορία της Ευρώπης — história da Europa - χημικό άλας — sal químico - ιδιότητα μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης — pertença à União Europeia - SELA — SELA - κοινή θέση — posição comum - κοινή δράση — acção comum - Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση — Tratado da União Europeia - χώρες του SELA — países SELA - ευρωπαϊκή πολιτική συνεργασία — cooperação política europeia - διαγωνισμοί ΕΚ — concurso CE - επιλογή μαθητών — selecção de alunos - συμπληρωματικός μηχανισμός — mecanismo complementar das trocas - πρόληψη των κινδύνων — prevenção de riscos - φυσικοί κίνδυνοι — risco natural - βιομηχανικός κίνδυνος — risco industrial - οικονομικός φιλελευθερισμός — liberalismo económico - δασμός — direitos aduaneiros - τελωνειακός έλεγχος — controlo aduaneiro - δασμοί ΚΔ — direitos da pauta aduaneira comum - σπόρος για σπορά — semente - μέτρα και σταθμά — pesos e medidas - προϊόν σε κονσέρβα — produto em conserva - ημιμέταλλα — semimetal - ακτινοβόληση — irradiação dos alimentos - κατώτατο εισόδημα επιβίωσης — rendimento mínimo de subsistência - προσωπικό όπλο — arma de uso pessoal - σιμιγδάλι — sêmola - χορηγία για καλλιτεχνικές και πνευματικές εκδηλώσεις — mecenato - διαγωνισμός δημοσίου — concurso administrativo - δημόσια ακρόαση — audição pública - Σενεγάλη — Senegal - διάκριση εξουσιών — separação de poderes - σηροτροφία — sericicultura - αναπαραστατικές τέχνες — artes visuais - πολιτιστικός πλουραλισμός — pluralismo cultural - έθιμα και παραδόσεις — usos e costumes - υπηρεσία — serviços - αρχιτεκτονική κληρονομιά — património arquitectónico - υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση — serviço após venda - λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιδιοκτησία — propriedade literária e artística - πολιτική θητεία — serviço cívico - αεροδυναμική — aerodinâmica - θερμοδυναμική — termodinâmica - φυσική πλάσματος — física do plasma - φυσική των λέιζερ — física do laser - γενετική μηχανική — engenharia genética - ζωγραφική — pintura - υπηρεσία απασχόλησης — serviço de emprego - αύξηση κεφαλαίου — aumento de capital - κατάσταση της γεωργίας — situação da agricultura - χρηματοοικονομικές υπηρεσίες των ταχυδρομείων — serviços financeiros dos correios - έκδοση νόμου — promulgação da lei - οικονομικά συμφέροντα των μελών — interesses financeiros dos parlamentares - αραβοαφρικανική συνεργασία — cooperação afro-árabe - δωρεάν υπηρεσία — serviço gratuito - ευρωαραβική συνεργασία — cooperação euro-árabe - αντιπροσωπεία της Επιτροπής — delegação da Comissão - κοινοτικός έλεγχος — controlo comunitário - αρχή της προσθετικότητας — princípio da complementaridade - στρατιωτική θητεία — serviço militar - απομακρυσμένη περιοχή — região periférica - νησιωτική περιοχή — região insular - μάλλον ευνοούμενο κράτος — nação mais favorecida - επί πληρωμή υπηρεσία — serviço remunerado - προσαρτημένος προϋπολογισμός — orçamento anexo - ταχυδρομική υπηρεσία — serviço postal - πολύγλωσσο λεξικό — dicionário multilingue - λεξικό συντομογραφιών — dicionário de abreviaturas - εγκυκλοπαίδεια — enciclopédia - θησαυρός — thesaurus - περιοδική επιθεώρηση — publicação periódica - μυστική υπηρεσία — serviço secreto - οικιακά απόβλητα — lixo doméstico - μονοκαλλιέργεια — monocultura - κοινωνική υπηρεσία — serviço social - σουσάμι — sésamo - αύξηση των τιμών — aumento de preços - βουλευτική σύνοδος — sessão legislativa - Σεϋχέλλες — Seychelles - IFC — SFI - πανεπιστήμιο — universidade - μεταφορά ζώων — transporte de animais - σύλλογοι και μαζικοί φορείς — movimento associativo - Σάρτζα — Sharjah - Σικελία — Sicília - σταθμεύουσες δυνάμεις — estacionamento de forças - βουλευτική έδρα — mandato parlamentar - κενή έδρα — vacatura - Αυστραλία — Austrália - Σιέρρα Λεόνε — Serra Leoa - σήμανση — sinalização - τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς — alimento para animal de companhia - Σιγκαπούρη — Singapura - όξινη βροχή — chuva ácida - πολεοδόμος — urbanista - μέσα τεκμηρίωσης — instrumento documental - μη υφασμένο ύφασμα — falso têxtil - σιρόπι — xarope - Νήσοι Αιγαίου Πελάγους — arquipélago do mar Egeu - Κανάριοι Νήσοι — Ilhas Canárias - σιζάλ — sisal - προεδρείο του ΕΚ — Mesa do PE - σεισμολογία — sismologia - Αντιπρόεδρος — vice-presidente - θεσμικά θέματα — vida institucional - έδρα θεσμικού οργάνου — sede da instituição - θεσμική μεταρρύθμιση — reforma institucional - αρμοδιότητες των οργάνων — competência institucional - κατάσταση ΕΚ — situação CE - οικογενειακή κατάσταση — situação familiar - πολιτική του διαστήματος — política espacial - αυτάρκεια εφοδιασμού — auto-abastecimento - χρηματοοικονομική κατάσταση — situação financeira - εταιρία — sociedade - αστική εταιρία — sociedade civil - αστική επαγγελματική εταιρία — sociedade civil profissional - εμπορική εταιρία — sociedade comercial - εταιρία μικτής οικονομίας — sociedade de economia mista - εταιρία επενδύσεων — sociedade de investimento - κεφαλαιουχική εταιρία — sociedade de capitais - λεωφορείο — autocarro - προσωπική εταιρία — sociedade de pessoas - ετερόρρυθμη εταιρία — sociedade em comandita - συμμετοχική εταιρία — sociedade em participação - ευρωπαϊκή εταιρία — sociedade europeia - σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα — associação sem fins lucrativos - Νότια Γιουτλάνδη — Jutlândia do Sul - μετάξι — seda - περίθαλψη αναπήρων — assistência a inválidos - σόγια — soja - διαλύτης — solvente - Σομαλία — Somália - δημοσκόπηση — sondagem de opinião - σόργο — sorgo - αυτοδιάθεση — autodeterminação - Σουδάν — Sudão - θείον — enxofre - υποβολή προσφορών — apresentação de propostas a concurso - προέλευση της βοήθειας — origem da ajuda - πηγή δικαίου — fonte do direito - υποπροϊόν — subproduto - γεωργικό υποπροϊόν — subproduto agrícola - αυτοχρηματοδότηση — autofinanciamento - υποπροϊόν του γάλακτος — subproduto do leite - υποπροϊόν μεταλλουργίας — subproduto metalúrgico - υποπρολεταριάτο — subproletariado - υποσιτισμός — subalimentação - χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού — subpovoamento - αυτοδιαχείριση — autogestão - προστάτης οικογενείας — amparo da família - στήριξη των τιμών — manutenção de preços - στήριξη των γεωργικών τιμών — manutenção de preços agrícolas - νομισματική στήριξη — apoio monetário - εθνική κυριαρχία — soberania nacional - εξειδίκευση της παραγωγής — especialização da produção - εξειδίκευση των συναλλαγών — especialização das trocas - ταξινόμηση στον προϋπολογισμό — classificação orçamental - αυτοπεριορισμός — autolimitação - οικοδομική κερδοσκοπία — especulação imobiliária - Σποράδες — Espórades Setentrionais - Σρι Λάνκα — Sri Lanka - Stabex — Stabex - σταθερότητα των τιμών — estabilização de preços - σταθεροποίηση των εισοδημάτων — estabilização de rendimentos - οικονομική σταθεροποίηση — estabilização económica - διεπαγγελματική συμφωνία — acordo interprofissional - οικονομική στασιμότητα — estagnação económica - πειραματικός σταθμός — estação experimental - στατιστική — estatística - γεωργικές στατιστικές — estatística agrícola - κοινοτικές στατιστικές — estatísticas comunitárias - δημογραφικές στατιστικές — estatísticas demográficas - στατιστικές αλιείας — estatísticas das pescas - οικονομική στατιστική — estatísticas económicas - χρηματοπιστωτικές στατιστικές — estatísticas financeiras - βιομηχανικές στατιστικές — estatísticas industriais - διεθνείς στατιστικές — estatísticas internacionais - εθνικές στατιστικές — estatísticas nacionais - επίσημες στατιστικές — estatísticas oficiais - περιφερειακές στατιστικές — estatísticas regionais - καθεστώς του Βερολίνου — estatuto de Berlim - καθεστώς της Ιερουσαλήμ — estatuto de Jerusalém - υπηρεσιακή κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου — estatuto do funcionário - αυτονομία — autonomia - υπηρεσιακή κατάσταση προσωπικού — estatuto do pessoal - νομικό καθεστώς — estatuto jurídico - πολιτικό καθεστώς — estatuto político - επαγγελματική κατάσταση — estatuto profissional - κοινωνική θέση — estatuto social - στείρωση — esterilização - φορολογικό κίνητρο — estímulo fiscal - απόθεμα — existências - κοινοτικά αποθέματα — existências comunitárias - δημοσιονομική αυτονομία — autonomia financeira - συγκυριακό απόθεμα — existências conjunturais - απόθεμα παρέμβασης — existências de intervenção - πλεονασματικό απόθεμα — existências excedentárias - ελάχιστο απόθεμα — existências mínimas - παγκόσμια αποθέματα — existências mundiais - ιδιωτικό απόθεμα — existências privadas - δημόσιο απόθεμα — existências públicas - ρυθμιστικό απόθεμα — reservas de estabilização - αποθήκευση όπλων — armazenamento de armas - αποθήκευση ενέργειας — armazenagem de energia - αποθήκευση τροφίμων — armazenagem de alimentos - εναποθήκευση τεκμηρίων — armazenagem de documentos - Στορκοπεγχάγη — Storkøbenhavn - Στορστραίμ — Storstrøm - γεωργικές διαρθρώσεις — estrutura agrícola - διάρθρωση της απασχόλησης — estrutura do emprego - δομή της επιχείρησης — estrutura da empresa - δημοσιονομική έγκριση — autorização orçamental - δομή της οικονομίας — estrutura económica - δομή της βιομηχανίας — estrutura industrial - θεσμική δομή — estrutura institucional - κοινωνική δομή — estrutura social - επικίνδυνη ουσία — substância perigosa - άδεια σύμπραξης — autorização de acordos e práticas concertadas - επιδότηση εξαγωγών — subvenção à exportação - υποκατάστατο τροφίμου — sucedâneo de alimentos - διαδοχή σε γεωργική εκμετάλλευση — sucessão da exploração agrícola - ζάχαρη — açúcar - λευκή ζάχαρη — açúcar branco - ακατέργαστη ζάχαρη — açúcar bruto - ζάχαρη από τεύτλα — açúcar de beterraba - έγκριση μεταφοράς — autorização de transporte - ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο — açúcar de cana - έγκυρα ψηφοδέλτια — voto expresso - καθολική ψηφοφορία — sufrágio universal - αυτοκτονία — suicídio - Ελβετία — Suíça - Σουλάβεζι — Sulawesi - Σουμάτρα — Sumatra - χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση — superfície agrícola utilizada - αναπληρωτής — suplente - μέσο καταγραφής πληροφοριών — suporte de informação - μέσο μαγνητικής εγγραφής — suporte magnético - κατάργηση θέσεων απασχόλησης — supressão de posto de trabalho - κατάργηση των δασμών — supressão dos direitos aduaneiros - υπερεθνικότητα — supranacionalidade - υπερεκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων — sobreexploração dos recursos - δασική έκταση — superfície arborizada - επιφάνεια εκμετάλλευσης — área de exploração - κύρια επιφάνεια — área agrícola principal - ταχεία κατάψυξη — ultracongelação - Σουρινάμ — Suriname - υπερπληθυσμός — excesso de população - νομισματική συμφωνία — acordo monetário - αυτοκινητόδρομος — auto-estrada - υπερπαραγωγή — superprodução - εποπτεία της αγοράς — fiscalização do mercado - αναστολή της βοήθειας — suspensão da ajuda - αναστολή εκτελέσεως της ποινής — suspensão da execução da pena - αναστολή των δασμών — suspensão dos direitos aduaneiros - Σουαζιλάνδη — Suazilândia - δασοκομία — silvicultura - Αυστρία — Áustria - Συρία — Síria - Sysmin — Sysmin - τραπεζικό σύστημα — sistema bancário - εκπαιδευτικό σύστημα — sistema de ensino - σύστημα γεωργικής εκμετάλλευσης — sistema de exploração agrícola - σύστημα πληροφόρησης — sistema de informação - σύστημα διοικητικής πληροφόρησης — sistema de informação de gestão - σύστημα επικοινωνίας — sistema de comunicação - λογιστικό σύστημα — sistema contabilístico - σύστημα καλλιέργειας — sistema de cultivo - Ωβέρνη — Auvergne - σύστημα των Ηνωμένων Εθνών — sistema das Nações Unidas - σύστημα τεκμηρίωσης — sistema documental - εκλογική διαδικασία — sistema eleitoral - ευρωπαϊκό εκλογικό σύστημα — sistema eleitoral europeu - Ευρωπαϊκό Λογιστικό Σύστημα — Sistema Europeu de Contabilidade - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα — Sistema Monetário Europeu - διεθνές νομισματικό σύστημα — sistema monetário internacional - τυποποιημένο λογιστικό σύστημα — sistema normalizado de contabilidade - Ταϊβάν — Taiwan - Τανζανία — Tanzânia - τάπητας — tapete - τιμολόγιο εναέριων μεταφορών — tarifa aérea - κόμιστρο — tarifa de transporte - κοινό δασμολόγιο — Pauta Aduaneira Comum - τιμολόγιο σιδηροδρομικών μεταφορών — tarifa ferroviária - προκαταβολές — adiantamento de tesouraria - ταχυδρομικό τέλος — tarifa postal - προτιμησιακό δασμολόγιο — tarifa preferencial - τιμολόγια επιβατικών μεταφορών — tarifa de passageiros - τέλη υποδομής — taxa de infra-estrutura - ποσοστό αυτάρκειας — taxa de auto-abastecimento - τιμή συναλλάγματος — taxa de câmbio - προσχέδιο προϋπολογισμού — anteprojecto de orçamento - ποσοστό ΦΠΑ — taxa do IVA - κυμαινόμενη ισοτιμία — taxa flutuante - κεντρική ισοτιμία — taxa central - αντιπροσωπευτικός συντελεστής — taxa representativa - Ταβάλ — Tawal - διατίμηση — tributação de preços - τέλη ανά άξονα — imposto por eixo - εξαγωγικός φόρος — direitos de exportação - εισαγωγικός φόρος — direitos de importação - τέλη χαρτοσήμου — imposto de selo - αντισταθμιστικό τέλος — imposto compensatório - φόρος ισοδυνάμου αποτελέσματος — encargo de efeito equivalente - συνυπευθυνότητα των παραγωγών — co-responsabilidade dos produtores - τέλη διαμετακόμισης — taxa de trânsito - φόρος επιτηδεύματος — imposto profissional - φόρος καυσίμων — imposto sobre os combustíveis - πολιτική αεροπορία — aviação civil - φόρος αυτοκινήτων — imposto sobre veículos - Τσαντ — Chade - Τσεχοσλοβακία — Checoslováquia - καλλιεργητική τεχνική — técnica de cultura - τεχνική διαχείρισης — técnica de gestão - τεχνικές εγκαταστάσεις οικοδομής — técnicas de construção - τεχνολογία — tecnologia - τεχνολογία τροφίμων — tecnologia alimentar - στρατιωτικό αεροσκάφος — aviação militar - τεχνολογία υλικών — tecnologia de materiais - ήπιες μορφές τεχνολογίας — tecnologia pouco poluente - ενεργειακή τεχνολογία — tecnologia energética - ενδιάμεσες τεχνολογίες — tecnologia intermédia - πυρηνική τεχνολογία — tecnologia nuclear - τεχνολογία πετρελαίου — tecnologia petrolífera - τηλεπικοινωνία — telecomunicação - τηλεαντιγραφή — telecópia - τηλεανίχνευση — teledetecção - πτηνοτροφία — avicultura - καλωδιακή διανομή — teledistribuição - τηλέγραφος — telégrafo - τηλεπληροφορική — telemática - τηλεόραση — televisão, tevê, tv - τηλέτυπο — telex - χρόνος ανάπαυσης — tempo de descanso - πολιτικές τάσεις — tendência política - ευρωπαϊκή νομισματική συμφωνία — Acordo Monetário Europeu - διανοητική ένταση — stress - όροι εμπορίου — termos comerciais - χώρος ανέγερσης κτιρίου — terreno para construção - βιομηχανικά γήπεδα — terreno industrial - εγκαταλειμμένη γη — terra abandonada - γεωργική γη — terra agrícola - δημόσια κτήματα — terras do domínio público - ακαλλιέργητη γη — terra inculta - καλλιεργήσιμη γη — terra cultivável - γνώμη — parecer - ανακτημένη γη — terra recuperada - υπερπόντια εδάφη — território ultramarino - τρομοκρατία — terrorismo - Ταϊλάνδη — Tailândia - τσάι — chá - θεραπευτική — terapêutica - γνώμη ΕΚ — parecer CE - Θεσσαλία — Tessália - Δυτική Θράκη — Trácia Ocidental - Τιμόρ — Timor - Ανατολικό Τίμορ, Ανατολικό Τιμόρ — República Democrática de Timor-Leste, Timor Leste, Timor-Leste - τιτάνιο — titânio - πιστωτικός τίτλος — título de crédito - αποδεικτικό καταβολής κομίστρου — título de transporte - Τόγκο — Togo - Τόνγκα — Tonga - βασανιστήρια — tortura - Τοσκάνη — Toscana - μαζικός τουρισμός — turismo de massas - ηλίανθος — girassol - γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — parecer PE - τοξικολογία — toxicologia - ελκυστήρας — tractor - Trade Expansion Act — Trade Expansion Act - μετάφραση — tradução - Συνθήκη ΕΚ — Tratado CE - Συνθήκη ΕΚΑΧ — Tratado CECA - Συνθήκη ΕΟΚ — Tratado CEE - Συνθήκη ΕΚΑΕ — Tratado CEEA - χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας — países do Pacto de Varsóvia - αμελκτική μηχανή — máquina de ordenha - επεξεργασία του νερού — tratamento da água - επεξεργασία κειμένων — tratamento de texto - επεξεργασία δεδομένων — processamento de dados - κατεργασία του μεταλλεύματος — tratamento de minério - φυτοϋγειονομική αγωγή — tratamento fitossanitário - χρηματοοικονομικές συναλλαγές — transacção financeira - μεταφορά επιχείρησης — transferência de empresa - μεταφορά κεφαλαίων — transferência de capitais - μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος — transferência do direito à pensão - μεταφορά πληθυσμού — transferência de população - μεταφορά τεχνολογίας — transferência de tecnologia - βρώμη — aveia - μεταποίηση τροφίμων — transformação de alimentos - κοινοτική διαμετακόμιση — trânsito comunitário - τελωνειακή διαμετακόμιση — trânsito aduaneiro - διαβίβαση δεδομένων — transmissão de dados - μεταβίβαση κυριότητας — transmissão da propriedade - άμβλωση — aborto - εναέριες μεταφορές — transporte aéreo - συνδυασμένη μεταφορά — transporte combinado - μεταφορά ενέργειας — transporte de energia - μεταφορές στην ενδοχώρα — transporte no hinterland - μεταφορά εμπορευμάτων — transporte de mercadorias - επίγειες μεταφορές — transporte de superfície - μεταφορά επιβατών — transporte de passageiros - δημόσιες συγκοινωνίες — transporte colectivo - παράνομη άμβλωση — aborto ilegal - σιδηροδρομικές μεταφορές — transporte ferroviário - μεταφορά μέσω πλωτής οδού — transporte por via navegável - μεταφορά με ίδια μέσα — transporte individual - διηπειρωτικές μεταφορές — transporte intercontinental - εσωτερικές μεταφορές — transporte interior - διεθνείς μεταφορές — transporte internacional - διεθνείς οδικές μεταφορές — transporte rodoviário internacional - ενδοκοινοτικές μεταφορές — transporte intracomunitário - συμφωνία πολυϊνών — Acordo Multifibras - θεραπευτική άμβλωση — aborto terapêutico - εθνικές μεταφορές — transporte nacional - μεταφορά με συρματόσχοινο — transporte por cabo - μεταφορά με αγωγό — transporte por conduta - μεταφορά για λογαριασμό τρίτου — transporte por conta de terceiros - μεταφορά για ίδιο λογαριασμό — transporte por conta própria - δημόσιες μεταφορές — transporte público - περιφερειακές μεταφορές — transporte regional - οδικές μεταφορές — transporte rodoviário - μεταφορά μαθητών — transporte escolar - ημιμαζικά μεταφορικά μέσα — transporte semicolectivo - μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο — transporte sob controlo aduaneiro - υπόγεια μεταφορά — transporte subterrâneo - προαστιακές συγκοινωνίες — transporte suburbano - χερσαία μεταφορά — transporte terrestre - διαμεθοριακές μεταφορές — transporte transfronteiriço - αστικές συγκοινωνίες — transporte urbano - μεταφορέας — transportador - εργασία — trabalho - εργασία κατ' οίκον — trabalho no domicílio - άζωτο — azoto - εργασία εν σειρά — trabalho em cadeia - εργασία πλήρους απασχόλησης — trabalho a tempo completo - εργασία μερικής απασχόλησης — trabalho a tempo parcial - εργασία ανηλίκων — trabalho infantil - εργασία κατά βάρδιες — trabalho por turnos - ηλικιωμένος εργαζόμενος — trabalhador idoso - λαθραία εργαζόμενος — trabalhador clandestino - κοινοτικός εργαζόμενος — trabalhador comunitário - μεθοριακός εργαζόμενος — trabalhador fronteiriço - εργαζόμενος με ειδικές ανάγκες — trabalhador deficiente - χειρώνακτες — trabalhador manual - διακινούμενος εργαζόμενος — trabalhador migrante - εποχικός εργαζόμενος — trabalhador sazonal - κοινωνικός λειτουργός — trabalhador social - δημόσια έργα — obras públicas - τριφύλλι — trevo - Μπαχάμες — Bahamas - Τρεντίνο-Άνω Αδίγης — Trentino-Alto Adige - δημόσιο θησαυροφυλάκιο — tesouro - Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Trindade e Tobago - τριτικάλη — triticale - Μπαχρέιν — Bahrein - τράστ — trust - σωλήνας, σωληνάριο, σωληνώσεις — bisnaga, cachimbo, canais, canal, chaminés de fábrica, condutas, ducto, pipeline, tubagem, tubo - φυματίωση ζώων — tuberculose animal - βολφράμιο — tungsténio - Τυνησία — Tunísia - αεριοστρόβιλος — turbina - Τουρκία — Turquia - ραγώδες — baga - Τουβαλού — Tuvalu - σωληνώσεις — tubagem - ΦΠΑ — IVA - UDEAC — UDEAC - χώρες της UDEAC — países UDEAC - UEBL — UEBL - UEDE — União Europeia das Alfândegas - χώρες της ΔΕΕ — países UEO - ITU — UIT - Ουμ αλ Κουάβαιν — Umm al Quawain - UNCRD — CNUDR - Unesco — Unesco - εθνική ενοποίηση — unificação nacional - ΔΕΕ — União Europeia Ocidental - μισθωτήριο — contrato de arrendamento - UEA — UEA - τελωνειακή ένωση — união aduaneira - οικονομική ένωση — união económica - Οικονομική και Νομισματική Ένωση — União Económica e Monetária - Ευρωπαϊκή Ένωση Πληρωμών — União Europeia de Pagamentos - διακοινοβουλευτική ένωση — União Interparlamentar - προτιμησιακή συμφωνία — acordo preferencial - εμπορικό μισθωτήριο — arrendamento comercial - χώρες της ΟΝΕΔΑ — país da UEMAO - νομισματική ένωση — união monetária - UNIR — UNIR - Unisist — Unisist - Unitar — Unitar - ζωική μονάδα — cabeça de gado - σύμβαση αγρομίσθωσης — contrato de arrendamento rural - UNRWA — UNRWA - UPA — UPA - UPU — UPU - ουράνιο — urânio - αστυφιλία — urbanização - πολεοδομία — urbanismo - ΕΣΣΔ — URSS - Ουρουγουάη — Uruguai - χρήστης των μεταφορικών μέσων — utente dos transportes - πτώση των τιμών — baixa de preços - εργοστάσιο «με το κλειδί στο χέρι» — fábrica pronta - επικαρπία — usufruto - χρήστης της πληροφορίας — utilizador da informação - χρησιμοποίηση της βοήθειας — utilização da ajuda - χρήση του νερού — utilização da água - χρήση ενέργειας — utilização da energia - χρήση των γαιών — utilização da terra - ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας — utilização pacífica da energia - Ουτρέχτη — Utrecht, Utreque - εμπορικό ισοζύγιο — balança comercial - εμβόλια — vacina - εμβολιασμός — vacinação - θηλάζουσα αγελάδα — vaca reprodutora - γαλακτοπαραγωγός αγελάδα — vaca leiteira - Κοιλάδα Αόστης — vale de Aosta - προστιθέμενη αξία — valor acrescentado - χρηματιστηριακή αξία — valores cotados na bolsa - αξία των συναλλαγών — valor de troca comercial - ελλειμματικό ισοζύγιο — balança deficitária - δασμολογητέα αξία — valor aduaneiro - βανάδιο — vanádio - Βανουάτου — Vanuatu - Βατικανό — Vaticano - μόσχος — novilho - αερολισθαίνον όχημα — veículo sobre almofada de ar - δίτροχο — veículo de duas rodas - όχημα με κινητήρα — veículo motorizado - γεωργικό όχημα — veículo agrícola - ηλεκτροκίνητο όχημα — veículo eléctrico - όχημα κινούμενο σε σιδηροτροχιές — veículo sobre carris - Βέυλε — Vejle - Βένετο — Venécia - ισοζύγιο αδήλων — balança de invisíveis - Βενεζουέλα — Venezuela - πώληση — venda - πώληση επί πιστώσει — venda a crédito - πώληση με έκπτωση — venda com desconto - πλειστηριασμός — venda em hasta pública - άμεση πώληση — venda directa - ισοζύγιο πληρωμών — balança de pagamentos - αφορολόγητη πώληση — venda isenta de impostos - πώληση εξ αποστάσεως — venda à distância - εξέλεγξη λογαριασμών — verificação de contas - Βεστ φορ Στορμπαίλτ — Oeste de Storebælt - Βεστγαίλαντ — Vestsjælland - Μπάλι, Μπαλί — Bali, Báli - κρέας — carne - βοδινό κρέας — carne de vaca - αίγειο κρέας — carne de caprino - κρέας αλόγου — carne de cavalo - κρέας βουβάλου — carne de búfalo - μοσχαρίσιο κρέας — carne de vitela - κρέας πουλερικών — carne de aves de capoeira - αποστεωμένο κρέας — carne limpa - νωπό κρέας — carne verde - Βαλκάνια, Βαλκανική Χερσόνησος, Βαλκάνια — Balcãs - πρόβειο κρέας — carne de ovino - χοιρινό κρέας — carne de suíno - Βίμποργκ — Viburgo - αντιπρόεδρος του Κοινοβουλίου — vice-presidente da assembleia - θύμα άμαχου πληθυσμού — vítima civil - θύμα πολέμου — vítima de guerra - teletext — emissão de videotexto - videotex — videotexto interactivo - επαγγελματική ένταξη — inserção profissional - επαναληπτική ψηφοφορία — segunda volta - ζωή και δραστηριότητες συλλόγων και μαζικών φορέων — vida associativa - ζωή της επιχείρησης — vida da empresa - σχολική ζωή — vida escolar - κοινωνική ζωή — vida social - Βιετνάμ, Σοσιλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ — Vietnã, Vietnã; Vietname, Vietname - αμπελώνας — vinha - πόλη μετρίου μεγέθους — cidade média - νέα πόλη — cidade nova - πόλη δορυφόρος — cidade-satélite - αρωματισμένος οίνος — vinho aromatizado - λευκός οίνος — vinho branco - τοπικός οίνος — vinho regional - οίνος ποιότητας — vinho de qualidade superior - επιτραπέζιος οίνος — vinho de mesa - εμφιαλωμένος οίνος — vinho engarrafado - οίνος αυξημένου οινοπνεύματος — vinho reforçado - ταινία — tira - αφρώδης οίνος — vinho espumante - ερυθρωπός οίνος — vinho rosé - ερυθρός οίνος — vinho tinto - μη αφρώδης οίνος — vinho não espumante - οινοποίηση — vinificação - βιασμός — violência sexual - βία — violência - κρατική βία — violência de Estado - πολιτική βία — violência política - Μπαγκλαντές — Bangladesh - αμπελουργία — viticultura - εσωτερική υδάτινη οδός — via navegável interior - διεθνής υδάτινη οδός — via fluvial internacional - οδός ταχείας κυκλοφορίας — via rápida - αγροτική οδός — via rural - αστική οδός — via urbana - Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης — Banco Africano de Desenvolvimento - σφαγμένα πουλερικά — aves mortas - πουλερικά ωοπαραγωγής — aves poedeiras - ζώντα πουλερικά — aves vivas - όγκος των συναλλαγών — volume de comércio - όγκος των χρηματικών συναλλαγών — volume de transacções - λευκή ψήφος — voto em branco - αγροτική τράπεζα — caixa agrícola - δεσμευμένη ψηφοφορία — voto bloqueado - ψήφιση νόμου — votação da lei - ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα — voto electrónico - ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως — votação nominal - άκυρη ψήφος — voto nulo - υποχρεωτική ψήφος — voto obrigatório - ψήφιση προ της ημέρας των εκλογών — voto antecipado - ψήφος δι' αλληλογραφίας — voto por correspondência - ψήφος δια πληρεξουσίου — voto por procuração - κοινοβουλευτική ψηφοφορία — votação parlamentar - κεντρική τράπεζα — banco central - ψήφος με εκδήλωση προτίμησης — lista aberta - φανερή ψηφοφορία — voto público - οργανωμένο ταξίδι — viagem com tudo incluído - ομαδικό ταξίδι — viagem em grupo - ηφαιστειολογία — vulcanologia - γεωργικές εφαρμογές — divulgação agrícola - Νήσοι Ουώλις και Φουτούνα — Wallis e Fortuna - γιαούρτι — iogurte - εμπορική τράπεζα — banco comercial - Υεμένη — Iémen - πρώην Υεμένη ΛΔ — antiga República Democrática e Popular do Iémen - Γιόρκσαϊρ Χάμπερσαϊντ — Yorkshire and Humberside - Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό — República Democrática do Congo - Ζάμπια — Zâmbia - Ζηλανδία — Zelândia - συνεταιριστική τράπεζα — banco cooperativo - άνυδρη ζώνη — zona árida - κλιματική ζώνη — zona climática - οικιστική ζώνη — zona habitacional - ζώνη αλιευμάτων — zona de captura - ζώνη ελευθέρων συναλλαγών — zona de comércio livre - ζώνη αλιείας — zona de pesca - αποκλειστική οικονομική ζώνη — zona económica exclusiva - ισημερινή ζώνη — zona equatorial - ελεύθερη ζώνη — zona franca - συμφωνία SALT — Acordo SALT - τράπεζα επενδύσεων — banco de investimento - ψυχρή ζώνη — zona fria - υγρή ζώνη — zona húmida - νομισματική ζώνη — zona monetária - πεζοδρομημένη ζώνη, πεζόδρομος — área reservada a peOes, zona para peões - μολυσμένη ζώνη — zona poluída - προστατευόμενη ζώνη — zona protegida - πληγείσα ζώνη — zona sinistrada - υποτροπική ζώνη — zona subtropical - προαστιακή ζώνη — zona suburbana - δασμολογική ζώνη — zona tarifária - τράπεζα ανάπτυξης — banco de desenvolvimento - εύκρατη ζώνη — zona temperada - τροπική ζώνη — zona tropical - αστική ζώνη — zona urbana - ζωολογία — zoologia - φορέας γεωργικής χωροταξίας — banco predial - λαϊκή τράπεζα — banco popular - ιδιωτική τράπεζα — banco privado - δημόσια τράπεζα — banco público - Μπαρμπάντος — Barbados - τομεακή συμφωνία — acordo sectorial - πίνακας τιμών — tabela de preços - ράβδος — barra - χαμηλόμισθοι — salário baixo - βάση δεδομένων — base de dados - στρατιωτική βάση — base militar - Βασιλικάτα — Basilicata - Κάτω Νορμανδία — Baixa Normandia - Κάτω Σαξονία, Κάτω Σαξωνία — Baixa Saxónia, Baixa Saxônia, Baixo Saxe, Niedersachsen - πλοίο — barco - συμφωνία για τα προϊόντα βάσεως — acordo relativo aos produtos de base - δεξαμενόπλοιο — barco-cisterna - κτίριο — edifício - σκάφος αναψυχής — embarcação de recreio - βιομηχανικά κτίρια — edifício industrial - δημόσιο κτίριο — edifício público - Βαυαρία — Baviera - δασμολογική συμφωνία — acordo pautal - καλές τέχνες — belas-artes - ΕΤΕπ — BEI - Βέλγιο — Bélgica - περιφέρειες και κοινότητες του Βελγίου — regiões e comunidades da Bélgica - Μπελίζ — Belize - κέρδος — lucro - δικαιούχος της βοήθειας — beneficiário da ajuda - Benelux, Μπενελούξ, τα κράτη της Μπενελούξ — BENELUX - χώρες της Benelux — países Benelux - Μπενίν — Benim - Βερολίνο — Berlim - Βερμούδες — Bermudas - επισιτιστικές ανάγκες — necessidades alimentares - στεγαστικές ανάγκες — necessidade de alojamento - ανάγκη εργατικού δυναμικού — necessidade de mão-de-obra - αύξηση πληθυσμού — crescimento da população - ανάγκες σε νερό — necessidade de água - χορτονομή — forragem - χρηματοληπτική ανάγκη — necessidades financeiras - κτηνοτροφικό τεύτλο — beterraba forrageira - ζαχαρότευτλο — beterraba sacarina - BEUC — BEUC - βούτυρο — manteiga - φυτικό βούτυρο — manteiga vegetal - Μπουτάν — Butão - αύξηση της παραγωγής — aumento de produção - βιβλιογραφία — bibliografia - βιβλιοθήκη — biblioteca - βιβλιοθήκη νέων — biblioteca juvenil - εθνική βιβλιοθήκη — biblioteca nacional - δημόσια βιβλιοθήκη — biblioteca pública - επιστημονική βιβλιοθήκη — biblioteca científica - πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη — biblioteca universitária - κοινοβουλευτικό σύστημα δύο νομοθετικών σωμάτων — assembleia bicamaral - BID — BID - τενεκεδούπολη — bairro de lata - ΙΒΕ — BIE - κτήματα δήμων και κοινοτήτων — baldio - πολιτιστικό αγαθό — bem cultural - διαρκές αγαθό — bens duradouros - μη διαρκές αγαθό — bens não duradouros - κοινωνική ευημερία — bem-estar social - κατηγορία για αδίκημα — acusação - ισοζύγιο εφοδιασμού — balanço de abastecimento - ενεργειακό ισοζύγιο — balanço energético - κοινωνικός απολογισμός — balanço social - βιοχημεία — bioquímica - βιολογική μετατροπή — bioconversão - βιοδιασπασιμότητα — biodegradabilidade - βιοενέργεια — bioenergia - βιογραφία — biografia - δικομματικό σύστημα — bipartidarismo - πόλωση — bipolarização - Μιανμάρ — Myanmar - πράξη αγοράς — compra - βισμούθιο — bismuto - σκληρό σιτάρι — trigo duro - μαλακό σιτάρι — trigo mole - καθήλωση των τιμών — bloqueio de preços - οικοδομική ξυλεία — madeira para construção - αγορά επί πιστώσει — compra a crédito - μη αλκοολούχο ποτό — bebida não alcoólica - έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου — título do tesouro - Μποναίρ — Bonaire - επιδότηση επιτοκίου — bonificação de juro - πλεκτοβιομηχανία — malhas - αγορά παρέμβασης — compra de intervenção - Μπόρνχολμ — Bornholm - βοτανική, φυτολογία — Botanica, Botânica - Μποτσουάνα — Botsuana - αρτοποιία — indústria de panificação - Βουργουνδία — Borgonha - χρηματιστήριο εμπορευμάτων — bolsa de mercadorias - βοοειδή — bovino - επαρχία Φλαμανδικής Βραβάνδης — Província do Brabante flamengo - Βόρεια Βραβάνδη — Brabante Setentrional - επαρχία Βαλλωνικής Βραβάνδης — Província do Brabante valão - Βρέμη — Brema - Βραζιλία, Ομόσπονδη Δημοκρατία της Βραζιλίας — Brasil, carioca, fluminense, paulista, paulistano - δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — patente - ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας — patente europeia - BRI — BRI - ανόργανο οξύ — ácido inorgânico - βρώμιο — bromo - βρουκέλλωση — brucelose - Μπρουνέι — Brunei - κοινοτικός προϋπολογισμός — orçamento comunitário - προϋπολογισμός για την άμυνα — orçamento para a defesa - έκτακτος προϋπολογισμός — orçamento extraordinário - οργανικό οξύ — ácido orgânico - οικογενειακός προϋπολογισμός — orçamento familiar - επιχειρησιακός προϋπολογισμός ΕΚΑΧ — orçamento operacional CECA - προϋπολογισμός διαφήμισης — orçamento publicitário - διορθωτικός προϋπολογισμός — orçamento rectificativo - ευρωπαϊκός κοινωνικός προϋπολογισμός — Orçamento Social Europeu - συμπληρωματικός προϋπολογισμός — orçamento suplementar - εγγραφή κονδυλίου στον προϋπολογισμό — inscrição orçamental - Βουλγαρία — Bulgária - ψηφοδέλτιο — boletim de voto - γραφείο πληροφοριών — centro de informação - εκλογικό τμήμα — mesa de voto - προεδρείο του Κοινοβουλίου — mesa da assembleia - διοικητική διατύπωση — formalidade administrativa - αυτοματοποίηση γραφείου — burótica - βουτυρέλαιο — butteroil - σκιώδης κυβέρνηση — governo-sombra - Αβρουζία — Abruzos - Αζόρες — Açores - θαλάσσια ακτοπλοΐα — cabotagem marítima - κακάο — cacau - δημόσιο κτηματολόγιο — cadastro - στέλεχος — quadro - διοικητικό στέλεχος — quadro administrativo - γλωσσικός κλάδος ΕΚ — quadro de linguistas CE - χώρες ΑΚΕ — países ACP - μεσαίο στέλεχος — quadro médio - ανώτερο στέλεχος — quadro superior - ΣΑΟΒ — Comecon - χώρες του ΣΑΟΒ — países Comecon - καφές — café - ταμιευτήριο — caixa de depósitos - Καλαβρία — Calábria - κοστολόγηση — cálculo de custos - κτήση κυριότητας — aquisição de propriedade - ωρολόγιο πρόγραμμα — calendário lectivo - Καμερούν — Camarões - καλλιεργητική περίοδος — campanha agrícola - Καμπανία — Campânia - κατασκήνωση — campismo - Καναδάς — Canadá - Διώρυγα του Παναμά — canal do Panamá - απόκτηση γνώσεων — aquisição de conhecimentos - καρκίνος — cancro - υποψήφιος — candidato - ζαχαροκάλαμο — cana-de-açúcar - EAC — CAO - Πράσινο Ακρωτήριο — Cabo Verde - απόκτηση τεκμηρίωσης — aquisição de documentos - δικαιοπρακτική ικανότητα — capacidade de exercício - ικανότητα φόρτωσης — capacidade de carga - ικανότητα προς σύναψη συμβάσεως — capacidade contratual - δυνατότητα άσκησης δικαιώματος — capacidade de gozo dos direitos - αρνησικυρία — veto - διαδικασία διαβούλευσης — processo de consulta - υπουργείο — ministério - αιρετός εκπρόσωπος τοπικής αυτοδιοίκησης — eleito local - αυτόνομη κοινότητα — região autónoma - περιφερειακή διοίκηση — administração regional - επιστημονικές ανταλλαγές — intercâmbio científico - παραγωγική ικανότητα — capacidade de produção - στρατιωτικές κυρώσεις — sanção militar - διεθνείς εθελοντές — voluntário internacional - Ζήτημα της Υπεριορδανίας — questão da Cisjordânia - κοινοτικό δίκαιο-εθνικό δίκαιο — direito comunitário-direito nacional - αντιπροσωπεία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — delegação PE - γνώμη της ΟΚΕ — parecer CES - δημόσια διοίκηση της Κοινότητας — função pública europeia - σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — parecer favorável PE - Συνέλευση Ίσης Εκπροσώπησης ΑΚΕ-ΕΚ — Assembleia Paritária ACP-CE - Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — presidente PE - Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου — vice-presidente PE - Σώμα των Κοσμητόρων — questor PE - απόφαση του Δικαστηρίου ΕΚ — acórdão do Tribunal CE - αντιευρωπαϊσμός — movimento contra a Europa - διαρθρωτικά ταμεία — fundos estruturais - δικαστήριο εργατικών διαφορών — jurisdição do trabalho - δυναμικό αποθήκευσης — capacidade de armazenamento - μεταμεληθείς — arrependido - παρακείμενη ζώνη — zona contígua - προσφυγή ιδιωτών — recurso dos particulares - οικονομική κατάσταση — situação económica - συντελεστής παραγωγής — factor de produção - πόλος ανάπτυξης — pólo de crescimento - ολοκληρωμένο πρόγραμμα ανάπτυξης — programa de desenvolvimento integrado - ΟΜΠ — PIM - εμπορικές συναλλαγές Βορρά-Νότου — comércio Norte-Sul - μεταφορική ικανότητα — capacidade de transporte - κερδοσκοπικά κεφάλαια — capital especulativo - δημόσια χρηματοδότηση — financiamento público - εναρμόνιση των τιμών — harmonização de preços - κεφαλαιαγορά — mercado de capitais - κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου — capital de risco - Γενικός Προϋπολογισμός ΕΚ — orçamento geral CE - πολιτιστικό βραβείο — prémio cultural - αγγλικανισμός — anglicanismo - καθολικισμός — catolicismo - ορθοδοξία — ortodoxia - προτεσταντισμός — protestantismo - χώρος αναψυχής — parque de diversões - προσωπικό εστιατορίων — profissional da indústria de restaurantes e similares - μαφία — máfia - βιοηθική — bioética - μυστικές εταιρίες — sociedade secreta - τοπική πολιτιστική παράδοση — cultura regional - AIDS — SIDA - τιμή της γης — preço do terreno - ανοικτό πανεπιστήμιο — universidade aberta - προϋπολογισμός της εκπαίδευσης — orçamento para a educação - εκπαιδευτικές ανταλλαγές — intercâmbio escolar - Eurydice — Eurydice - αναγνώριση σπουδών — reconhecimento dos estudos - επιχείρηση Τύπου — empresa jornalística - teletex — teletexto - προστασία δεδομένων — protecção dos dados - αμφίδρομο δίκτυο — rede interactiva - κινηματογραφική παραγωγή — produção cinematográfica - βιομηχανία προγραμμάτων — indústria dos programas - συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων — co-produção audiovisual - οπτικοακουστικό πρόγραμμα — programa audiovisual - οπτικοακουστική παραγωγή — produção audiovisual - τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας — televisão de grande definição - βιντεοεπικοινωνία — videocomunicação - οπτικοακουστική πολιτική — política do audiovisual - ραδιοτηλεπειρατεία — pirataria audiovisual - ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος — espaço audiovisual europeu - ελεύθερη διακίνηση προγραμμάτων — livre circulação de programas - επικοινωνιακά τέλη — tarifa das comunicações - δίκαιο των πληροφοριών — direito da informação - νομικές εφαρμογές πληροφορικής — informática jurídica - μεταφόρτωση προγραμμάτων — telecarregamento - αυτόματη μετάφραση — tradução automática - ενεργειακή ανεξαρτησία — independência energética - βιομηχανικό κεφάλαιο — capital industrial - διαδικασία συνεργασίας — processo de cooperação - μεταφορά αρμοδιότητας — transferência de competências - δημιουργία επιχείρησης — criação de empresas - επιχείρηση παροχής υπηρεσιών — sociedade de serviços - επιχείρηση μίσθωσης εργατικού δυναμικού — empresa de trabalho temporário - εργασία σε οθόνη — trabalho ao ecrã - οδικές ενδομεταφορές — cabotagem rodoviária - τομέας ποταμοπλοΐας — barcaça - θαλάσσια διώρυγα — canal marítimo - ζεύξη της Μάγχης — ligação através do Canal da Mancha - τιμολόγιο εσωτερικών μεταφορών — tarifa interior - τιμολόγιο διεθνών μεταφορών — tarifa internacional - τιμολόγιο οδικών μεταφορών — tarifa rodoviária - διοικητική πράξη — acto administrativo - εταιρικό κεφάλαιο — capital social - προστασία των δασών — protecção da floresta - Τυρρηνική Θάλασσα — Mar Tirreno - Αδριατική Θάλασσα — Mar Adriático - Λιγυρική Θάλασσα — Mar da Ligúria - Αιγαίο Πέλαγος — Mar Egeu - Ιόνιο Πέλαγος — Mar Jónico - καταπολέμηση των εντόμων — luta contra os insectos - γεωργική χωροταξία — ordenamento fundiário - αλιευτικές διατάξεις — regulamentação da pesca - αλιευτικοί έλεγχοι — controlo da pesca - πολυετές λαχανικό — legume perene - νωπό προϊόν — produto fresco - ποιοτικό πρότυπο — norma de qualidade - πρότυπο ασφάλειας — norma de segurança - τεχνικό πρότυπο — norma técnica - COST — COST - έρευνα και ανάπτυξη — investigação e desenvolvimento - διαστημική έρευνα — investigação espacial - διαστημική τεχνική — técnica espacial - ξένα κεφάλαια — capital estrangeiro - συνθετικό ελαστικό — borracha sintética - φυσικό ελαστικό — borracha natural - σιδηροδρομικές κατασκευές — indústria ferroviária - ξυλάνθρακας — carvão de madeira - βιομηχανία ειδών πολυτελείας — indústria de produtos de luxo - Αυτόνομη Επαρχία του Μπολτζάνο — província autónoma de Bolzano - Αυτόνομη Επαρχία του Τρέντο — província autónoma de Trento - CEPT — CEACT - INCB — OICE - Habitat OHE — Habitat ONU - υπάλληλοι ΕΚ — agente CE - αιγοειδή — caprino - δευτερεύοντα αλιεύματα — captura acessória - επιτρεπόμενα αλιεύματα — captura autorizada - αλιεύματα ιχθύων — captura de peixe - αλιεύματα κατ' είδος — captura por espécie - συνολικά αλιεύματα — captura total - κοινοτική πράξη — acto comunitário - Νήσοι Καραϊβικής — Caraíbas - χημεία του άνθρακα — carboquímica - άνθρακας — carbono - καύσιμο κινητήρων εσωτερικής καύσεως — carburante - σφάγιο — carcaça - Caricom — Caricom - χώρες της Caricom — países Caricom - χάρτης εκπαιδευτικών ιδρυμάτων — rede escolar - καρτέλ — cartel - εμπορική πράξη — acto de comércio - χαρτογραφία — cartografia - ταμειακή ροή — fluxo de tesouraria - καταλογογράφηση — catalogação - Καταλωνία — Catalunha - κατάλογος — catálogo - κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία — categoria socioprofissional - καταβολή εγγύησης υποψηφιότητας — caução eleitoral - συνεδριακές εργασίες — acta de reunião - SPC — CCPE - CDI — CDI - χώρα ΕΕ — países UE - CEAC — CEAC - CEAE — CEAE - CEAO — CEAO - ιοντίζουσα ακτινοβολία — radiação ionizante - νάτριο — sódio - κατεργασία μετάλλων — trabalho dos metais - ευγενές αέριο — gás raro - μεταμόσχευση οργάνων — transplantação de orgãos - μετάγγιση αίματος — transfusão de sangue - απορρίμματα μετάλλων — detrito metálico - κοινοτική συγκοινωνιακή αρτηρία — eixo comunitário - ανταλλαγές νέων — intercâmbio de jovens - στοιχειώδη σωματίδια — partícula elementar - αναλυτική χημεία — química analítica - φασματομετρία — espectrometria - χώρες της CEAO — países CEAO - κυτταρολογία — citologia - ασβέστιο — cálcio - ιατρική διάγνωση — diagnóstico médico - πυρηνική ιατρική — medicina nuclear - Μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ΕΚ — membro do Tribunal de Contas CE - ασφάλεια κτιρίων — segurança dos edifícios - Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Περιβάλλοντος — Agência Europeia para o Ambiente - οδηγός — guia de informação - ευρωπαϊκά σύμβολα — símbolo europeu - επίσημη γλώσσα — língua oficial - ατυχήματα στο σπίτι — acidente doméstico - κοινοτικό πρόγραμμα — programa comunitário - τροπικό δάσος — floresta tropical - Σύμβαση Λομέ IV — Convenção de Lomé IV - ηλεκτρομαγνητική όχληση — perturbação electromagnética - μισθοφόρος — mercenário - εορτασμός επετείου — comemoração - μαθήματα οδήγησης — ensino da condução - ντοπάρισμα — uso de estimulantes - Ευρωπαϊκή σύμβαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου — Convenção Europeia dos Direitos do Homem - ΕΚΑΧ — CECA - Πρωτοδικείο ΕΚ — Tribunal de Primeira Instância CE - όροι συνταξιοδότησης — condição de reforma - ενδοκοινοτικά σύνορα — fronteira intracomunitária - τροχόσπιτο — veículo de campismo - μέτρα αντιντάμπινγκ — medida antidumping - αντίκτυπος της πληροφορικής — impacto da informática - κοινοποίηση των δεδομένων — comunicação de dados - στρατιωτική επέμβαση — intervenção militar - εξαγωγή αποβλήτων — exportação de resíduos - εθελοντές για την ανάπτυξη — cooperante - ραδιοβιολογία — radiobiologia - συστηματική απουσία από την εργασία — absentismo - παπικό έγγραφο — acto pontifício - CEDEAO — CEDEAO - Cedefop — Cedefop - ΕΚΑΕ — CEEA - άγαμος — pessoa solteira - CEMT — CEMT - λογοκρισία — censura - Κεντροαφρικανική Δημοκρατία — República Centro-Africana - συγκέντρωση των πληροφοριών — centralização da informação - Κεντρική Γαλλία — região do Centro - Κοινό Κέντρο Ερευνών ΕΚΑΕ — Centro Comum de Investigação - κέντρο μηχανοργάνωσης — centro de cálculo - κέντρο τεκμηρίωσης — centro de documentação - Κέντρο — centro político - υπολογιστής κεντρικής υποστήριξης — centro distribuidor de bases de dados - δημητριακό διατροφής — cereal alimentar - μετοχή — acção financeira - κτηνοτροφικό σιτηρό — cereal forrageiro - αρτοποιήσιμο δημητριακό — cereal panificável - CERN — CERN - ESRO — CERS - πιστοποιητικό καταγωγής — certificado de origem - πιστοποιητικό κυκλοφορίας — guia de trânsito - πιστοποιητικό υγείας — certificado sanitário - CES — Confederação Europeia dos Sindicatos - αξίωση παροχής εννόμου προστασίας — acção judicial - παύση δραστηριότητας — cessação de actividade - παύση γεωργικής εκμετάλλευσης — abandono de exploração agrícola - παύση πληρωμών — cessação de pagamentos - εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο — câmara de comércio e indústria - άμεσα εκλεγμένη Βουλή — assembleia directamente eleita - Ομοσπονδιακή Βουλή — assembleia federal - κοινοβουλευτικό σώμα — assembleia parlamentar - σαμπάνια — champanhe - κοινωνική αλλαγή — mudança social - τεχνολογική αλλαγή — mudança tecnológica - προσθήκη ζάχαρης στο μούστο — chaptalização - ανθρακωρυχείο — extracção de carvão - φορτίο ανά άξονα — carga por eixo - οικογενειακό βάρος — encargo familiar - ωφέλιμο φορτίο — carga útil - φόρτωση — carga - Χάρτης της Αβάνας — Carta de Havana - καταστατικός χάρτης των Ηνωμένων Εθνών — Carta das Nações Unidas - ευρωπαϊκός κοινωνικός χάρτης — Carta Social Europeia - πρόσβαση στην κοινοτική πληροφόρηση — acesso à informação comunitária - πρόσβαση στη δικαιοσύνη — acesso à justiça - συμφωνία ATP — acordo ATP - εμπορική συμφωνία ΕΚ — acordo comercial CE - συμφωνία συνεργασίας ΕΚ — acordo de cooperação CE - συμφωνία του Σένγκεν — Acordo de Schengen - ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης — acordo europeu de associação - προσωρινή συμφωνία ΕΚ — acordo provisório CE - διοργανική συμφωνία — acordo interinstitucional - μικτή συμφωνία — acordo misto - ηλεκτρικός συσσωρευτής — acumulador eléctrico - κοινοτικό κεκτημένο — acervo comunitário - αστική αγωγή — acção civil - κοινοτική δράση — acção comunitária - αγωγή αστικού δικαίου — acção em matéria civil - αγωγή ποινικού δικαίου — acção em matéria penal - αγωγή αποζημίωσης — acção de responsabilidade civil - ποινική αγωγή — acção penal - κοινοτική δραστηριότητα — actividade comunitária - προσαρμογή των δημοσιονομικών προοπτικών — adaptação das perspectivas financeiras - προσχώρηση σε συμφωνία — adesão a um acordo - διοίκηση του οργάνου — administração da instituição - Πορτογαλόφωνη Aφρική — África lusófona - Αφρική νοτίως της Σαχάρας — África negra - Ευρωπαϊκός οργανισμός αξιολόγησης των φαρμακευτικών προϊόντων — Agência Europeia de Avaliação dos Medicamentos - Ευρωπαϊκός οργανισμός για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία — Agência Europeia para a Segurança e a Saúde no Trabalho - σωματική επίθεση — agressão física - NAFTA — NAFTA - αλλεργία — alergia - πρεσβεία — embaixada - χωροταξία — ordenamento do território - πρώην ΛΔΓ — ex-RDA - πρώην ΕΣΣΔ — ex-URSS - προϋπηρεσία — antiguidade - πρώην σοσιαλιστικές χώρες — antigos países socialistas - συσκευή αερίου — aparelho a gás - εφαρμογή της πληροφορικής — informatização - εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης — aprofundamento da União Europeia - Τόξο του Ατλαντικού — Arco Atlântico - αρχιπέλαγος — arquipélago - Αρμενία — Arménia - ASACR — SAARC - ανελκυστήρας — elevador - Κεντρική Ασία — Ásia Central - κοινοβουλευτική συνέλευση — assembleia parlamentar internacional - διοικητική αυτονομία — autonomia administrativa - άδεια πώλησης — autorização de venda - προσχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ — anteprojecto de orçamento das CE - μαχητικό αεροσκάφος — avião de combate - Αζερμπαϊτζάν — Azerbaijão - νομική βάση — base jurídica - λεκάνη του Ρήνου — Bacia do Reno - Λευκορωσία — Bielorrússia - κράτος που εισπράττει περισσότερα από όσα εισφέρει — beneficiário líquido - ΕΤΑΑ — BERD - αγαθό διπλής χρήσης — produto dual - καλή μεταχείριση των ζώων — bem-estar dos animais - βιότοπος — biótopo - καθαριστήριο — lavandaria - τροπική ξυλεία — madeira tropical - Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Bósnia-Herzegovina - Βρανδεβούργο — Brandeburgo - αεροπορικό καμποτάζ — cabotagem aérea - κοινοτικό πλαίσιο στήριξης — Quadro Comunitário de Apoio - επιστημονικός υπολογισμός — cálculo científico - χρονοδιάγραμμα της ΟΝΕ — calendário da UEM - επαγγελματική σταδιοδρομία — carreira profissional - κάρτα επέκτασης — placa de extensão - κασέτα — cassete audio - ΣΒΑΣ — CCAN - ΚΑΚ — CEI - ομάδα ποιότητας — círculo de qualidade - κοινοτική πιστοποίηση — certificado comunitário - αλλαγή πολιτικού καθεστώτος — mudança de regime político - Κοινοτικός Χάρτης των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων — Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos Trabalhadores - ευρωπαϊκός Χάρτης — carta europeia - διεθνής Χάρτης — carta internacional - χειρουργός — cirurgião - επιβαρυντική περίσταση — circunstância agravante - ελαφρυντική περίσταση — circunstância atenuante - ευρωπαϊκή ιθαγένεια — cidadania europeia - καταχρηστική ρήτρα — cláusula abusiva - συμβατική ρήτρα — cláusula contratual - ρήτρα απαλλαγής — cláusula de saída - COCOM — COCOM - ποινικός κώδικας — Código Penal - κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου — codificação do direito comunitário - οικονομική και κοινωνική συνοχή — coesão económica e social - κόμμωση και αισθητική περιποίηση — cabeleireiro e estética - οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης — autarquia local - οργανισμός περιφερειακής διοίκησης — organismo regional - κοινή επιτροπή ΕΟΧ — Comité Conjunto EEE - κοινή συμβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ — Comité Consultivo Conjunto do EEE - επιτροπή διαχείρισης ΕΚ — comité de gestão CE - επιτροπή κανονιστικών ρυθμίσεων ΕΚ — comité de regulamentação CE - Επιτροπή Περιφερειών — Comité das Regiões - μικτή επιτροπή ΕΚ — comité misto CE - κοινή κοινοβουλευτική επιτροπή ΕΟΧ — Comité Parlamentar Misto do EEE - επιτροπολογία — comitologia - εμπόριο οργάνων — comércio de órgãos - εμπόριο έργων τέχνης — comércio de arte - Φλαμανδική Κοινότητα — Comunidade flamenga - Γαλλόφωνη Κοινότητα — Comunidade francófona - Γερμανόφωνη Κοινότητα — Comunidade germanófona - κοινότητες του Βελγίου — comunidades da Bélgica - αρμοδιότητα του ΕΚ — competência do PE - αρμοδιότητες των οργάνων της ΕΚ — competência institucional CE - σχεδίαση με τη βοήθεια υπολογιστή — concepção assistida por computador - εργοδοτική συνομοσπονδία — confederação patronal - συνδικαλιστική συνομοσπονδία — confederação sindical - ευρωπαϊκή διάσκεψη — conferência europeia - διακυβερνητική διάσκεψη ΕΚ — conferência intergovernamental CE - διεθνής διάσκεψη — conferência internacional - Διεθνής Διάσκεψη Εργασίας — Conferência Internacional do Trabalho - τριμερής διάσκεψη — conferência tripartida - διένεξη μεταξύ εθνοτήτων — conflito étnico - άδεια για πολιτικούς λόγους — licença para actividade política - Συμβούλιο Συνεργασίας των Κρατών του Περσικού Κόλπου — Conselho de Cooperação do Golfo - Συμβούλιο του ΕΟΧ — Conselho do EEE - παροχή συμβουλών και υπηρεσιών εμπειρογνώμονα — consultadoria e aconselhamento - πώληση ρυπαντικού προϊόντος με εγγύηση επιστροφής — consignação de produto poluente - συστατική κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου — consolidação do direito comunitário - προξενείο — consulado - διοικητική σύμβαση — contrato de direito administrativo - αντιπαροχή συμφωνίας — contrapartida de acordo - κράτος που εισφέρει περισσότερα από όσα εισπράττει — contribuinte líquido - εισφορά ΑΕΠ — contribuição PNB - μεθοριακός έλεγχος — controlo fronteiriço - έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων — controlo dos auxílios estatais - έλεγχος των εξαγωγών — controlo das exportações - διακυβερνητική σύμβαση ΕΚ — convenção intergovernamental CE - συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων — cooperação no âmbito das questões internas - τελωνειακή συνεργασία — cooperação aduaneira - περιβαλλοντική συνεργασία — cooperação ambiental - διακυβερνητική συνεργασία ΕΕ — cooperação intergovernamental UE - διοργανική συνεργασία ΕΚ — cooperação interinstitucional CE - διακοινοβουλευτική συνεργασία — cooperação interparlamentar - δικαστική συνεργασία ΕΕ — cooperação judiciária UE - αστυνομική συνεργασία — cooperação policial - αστυνομική συνεργασία ΕΕ — cooperação policial UE - στεγαστικός συνεταιρισμός — cooperativa de habitação - συντονισμός των χρηματοδοτήσεων — coordenação de financiamentos - συντονισμός των πολιτικών ΟΝΕ — coordenação das políticas UEM - Κέρας της Αφρικής — Corno de África - Ευρωπαϊκό στρατιωτικό σώμα — Eurocorpo - COSAC — COSAC - οργανωμένη εγκληματικότητα — crime organizado - κριτήριο επιλεξιμότητας — critério de elegibilidade - κριτήριο σύγκλισης — critério de convergência - σώρευση εισοδημάτων — acumulação de rendimentos - κυκλώνας — ciclone - δήλωση κοινοτικού ενδιαφέροντος — declaração de interesse comunitário - προθεσμία έκδοσης — prazo de edição - αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών — operações de iniciados - περιβαλλοντικό έγκλημα — delito ambiental - σεξουαλικό έγκλημα — delito sexual - ονομασία του προϊόντος — denominação do produto - καταγγελία συμφωνίας — denúncia de um acordo - αγροτική δαπάνη — despesa agrícola - κοινοτική δαπάνη — despesa comunitária - δαπάνη λειτουργίας ΕΚ — despesa de funcionamento CE - δαπάνη έρευνας ΕΚ — despesa de investigação CE - επιχειρησιακή δαπάνη ΕΚ — despesa operacional CE - διαρθρωτική δαπάνη — despesa estrutural - παρέκκλιση από το κοινοτικό δίκαιο — derrogação ao direito comunitário - τελωνειακή οφειλή — dívida aduaneira - δεύτερη φάση της ΟΝΕ — segunda fase da UEM - καθήκοντα του υπαλλήλου — deveres do funcionário - κοινωνικός διάλογος — diálogo social - κοινοτικός κοινωνικός διάλογος — diálogo social comunitário - διάδοση της κοινοτικής πληροφόρησης — difusão da informação comunitária - δημοσιονομική πειθαρχία ΕΚ — disciplina orçamental CE - στρατιωτική πειθαρχία — disciplina militar - διάκριση λόγω ιθαγένειας — discriminação em razão da nacionalidade - αντιρρυπαντική διάταξη — dispositivo antipoluição - ιατρικά στοιχεία — dados médicos - προσωπικά στοιχεία — dados pessoais - δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας — capacidade processual - δικαίωμα ασύλου — direito de asilo - ενοχικό δίκαιο — direito de obrigações - περιφερειακό δίκαιο — direito regional - δικαιώματα του υπαλλήλου — direitos do funcionário - οθόνη — ecrã - ιδιωτικό Ecu — ECU privado - εκπαίδευση υπό επιτήρηση — ensino correccional - εργάτες-μέτοχοι της επιχείρησης — accionariato operário - φαινόμενο θερμοκηπίου — efeito de estufa - κατάρτιση του κοινοτικού δικαίου — elaboração do direito comunitário - περιφερειακές εκλογές — eleição regional - έμβρυο — embrião e feto - χρήση γλωσσών — utilização das línguas - στρατιωτική εκπαίδευση — treino militar - θεσμική ισορροπία ΕΚ — equilíbrio institucional CE - προστατευτικός εξοπλισμός — equipamento de protecção - εξοπλισμός πληροφορικής — equipamento informático - εξοπλισμός υπό πίεση — equipamento de pressão - θερμικός εξοπλισμός — equipamento térmico - Ερυθραία — Eritreia - Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος — Espaço Económico Europeu - κατάρτιση του κοινοτικού προϋπολογισμού — elaboração do orçamento comunitário - θρησκευτικό κράτος — Estado confessional - κράτος δικαίου — Estado de Direito - ομοσπονδιακό κράτος — Estado federal - ισλαμικό κράτος — Estado islâmico - λαϊκό κράτος — Estado laico - ενιαίο κράτος — Estado unitário - συγκριτική μελέτη — estudo comparativo - περιπτωσιολογική μελέτη — estudo de casos - Ευρώπη των πολιτών — Europa dos cidadãos - Europol — Europol - εκτέλεση της ποινής — execução da pena - επαγγελματική πείρα — experiência profissional - δικαστική πραγματογνωμοσύνη — peritagem judiciária - αδιαλλαξία, εξτρεμισμός — extremismo - κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστή — produção assistida por computador - μέσα διευκόλυνσης των ατόμων με ειδικές ανάγκες — facilidades para deficientes - Φλεβολάνδη — Flevoland - διεθνής δημόσια διοίκηση — função pública internacional - υπάλληλος διεθνούς οργανισμού — funcionário internacional - λειτουργία των κοινοτικών οργάνων — funcionamento institucional - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Κατάρτισης — Fundação Europeia para a Formação - Ταμείο Συνοχής — Fundo de Coesão - Ταμείο του Συμβουλίου της Ευρώπης — fundo do Conselho da Europa - Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων — Fundo Europeu de Investimento - είδη γραφείου — material de escritório - φορολογική ατέλεια — franquia fiscal - απάτη εις βάρος της Κοινότητας — fraude contra a Comunidade - εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας — fronteira externa da Comunidade - γενετική — genética - απεργία πείνας — greve de fome - ομάδα Βίσεγκραντ — Grupo de Visegrado - ομάδα των 24 — Grupo dos 24 - ένωση φορέων τοπικής διοίκησης — associação de autarquias - ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού — Agrupamento Europeu de Interesse Económico - πολεμικό ελικόπτερο — helicóptero de combate - αρχαία ιστορία — História Antiga - σύγχρονη ιστορία — História Contemporânea - μεσαιωνική ιστορία — História Medieval - νεώτερη ιστορία — História Moderna - ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων — horário de abertura do comércio - πολιτιστική ταυτότητα — identidade cultural - ΧΜΠΑ — IFOP - εικόνα-κύρος — imagem de marca - διπλωματική ασυλία — imunidade diplomática - οικονομική υποδομή — infra-estrutura económica - κοινοτική πρωτοβουλία — iniciativa comunitária - ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πρωτοβουλία — iniciativa para o crescimento europeu - έντομο — insecto - εγκατάσταση εκτόξευσης — instalação de lançamento - εγκατάσταση ειδών υγιεινής — instalação sanitária - Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Δημόσιας Διοίκησης — Instituto Europeu de Administração Pública - Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα — Instituto Monetário Europeu - κοινό όργανο ΕΟΧ — instituição comum EEE - οικονομικό μέσο για το περιβάλλον — instrumento económico para o ambiente - κακοκαιρία — intempérie - διασύνδεση συστημάτων — interligação de sistemas - συλλογικό συμφέρον — interesse colectivo - έννομο συμφέρον — interesse em agir - σχολικό οικοτροφείο — internato escolar - Ιντερπόλ — Interpol - τροφική δηλητηρίαση — intoxicação alimentar - εβραίος — judeu - δικαστήριο — jurisdição - συνταγματικό δικαστήριο — jurisdição constitucional - Καζακστάν — Cazaquistão - Κιργιζία — Quirguizistão - Κοσσυφοπέδιο, Κόσοβο — Kosovo - οικολογικό σήμα — rótulo ecológico - λίμνη — lago - μητρικό γάλα — leite materno - διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας — lançador espacial - ευρωπαϊκή γλώσσα — língua europeia - μειονοτική γλώσσα — língua minoritária - μη ευρωπαϊκή γλώσσα — língua não-europeia - τοπική γλώσσα — língua regional - αναγνώστης δίσκων — leitor de discos - Λετονία — Letónia - απελευθέρωση της αγοράς — liberalização do mercado - ελεύθερη αεροπλοΐα — liberdade aérea - Λιθουανία — Lituânia - οργανικός νόμος — lei orgânica - οικισμός — loteamento - Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας — antiga República jugoslava da Macedónia - συγγενής νόσος — doença congénita - ασθένεια οφειλόμενη στη διατροφή — doença da nutrição - δερματική πάθηση — doença da pele - ασθένεια του αίματος — doença do sangue - ασθένεια του πεπτικού συστήματος — doença do sistema digestivo - ασθένεια του νευρικού συστήματος — doença do sistema nervoso - ενδοκρινική ασθένεια — doença endócrina - σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια — doença transmissível sexualmente - άγριο θηλαστικό — mamífero selvagem - αθλητική εκδήλωση — manifestação desportiva - στρατιωτικά γυμνάσια — manobras militares - σύμβαση υπηρεσιών — contrato de prestação de serviços - σήμανση πιστότητας ΕΚ — marca de conformidade CE - ύλη ζωικής προέλευσης — matéria de origem animal - συναλλαγματικός μηχανισμός ΕΝΣ — Mecanismo de Taxas de Câmbio do SME - Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία — Mecklemburg-Vorpommern - συμβεβλημένη ιατρική — assistência médica convencionada - ιατροδικαστική — medicina legal - φάρμακο που πωλείται ελεύθερα — medicamento de venda livre - κτηνιατρικό φάρμακο — medicamento para uso veterinário - Κασπία Θάλασσα — Mar Cáspio - Μαύρη Θάλασσα — Mar Negro - Ερυθρά Θάλασσα — Mar Vermelho - Mercosur — Mercosul - εθνικό μέτρο εκτέλεσης — medida nacional de execução - μικροοργανισμός — microrganismo - υδάτινο περιβάλλον — meio aquático - θαλάσσιο περιβάλλον — meio marinho - διερευνητική αποστολή — missão de inquérito - διαμορφωτής-αποδιαμορφωτής — modem - Μαυροβούνιο — Montenegro - ηθική της πολιτικής ζωής — moralidade da vida política - διαπραγμάτευση συμφωνίας ΕΚ — negociação de um acordo CE - διαπραγμάτευση Ουρουγουάης — Uruguai Round - Συνδυασμένη Ονοματολογία — nomenclatura combinada - φαρμακευτική ονοματολογία — nomenclatura farmacêutica - μη διάδοση των εξοπλισμών — não-proliferação de armamentos - περιβαλλοντικό πρότυπο — norma ambiental - νέα μορφή απασχόλησης — novas formas de emprego - Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας — Observatório Europeu da Droga e da Toxicodependência - Κοινοτικό Γραφείο Σημάτων — Gabinete Comunitário de Marcas Registadas - όργανο συνεργασίας ΕΕ — órgão de cooperação da UE - όργανο λήψης αποφάσεων — órgão decisor - μικτό όργανο ΕΚ — órgão misto CE - οργάνωση του τομέα της υγείας — organização da saúde - Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου — Organização Mundial do Comércio - αθλητική οργάνωση — organização desportiva - κοινοτικός οργανισμός — organismo comunitário - οργανισμός ΕΚ — organismo e agência CE - Ουζμπεκιστάν — Usbequistão - χορηγία, χρηματοδότηση — apadrinhamento, patrocínio, patrocínios - κοινοτική χορηγία — patrocínio comunitário - σύμπραξη για την ειρήνη — Parceria para a Paz - βαλτικές χώρες — países bálticos - χώρες της ΚΑΚ — países CEI - χώρες του ΣΣΚΠΚ — países CCG - χώρες της Mercosur — país do Mercosul - μη συνδεδεμένη χώρα — país não-associado - μεσογειακές τρίτες χώρες — países terceiros mediterrânicos - ΧΑΚΕ — PECO - διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσης — autorização de poluir negociável - πολιτικό προσωπικό — pessoal civil - συμβασιούχοι — pessoal contratual - νοσηλευτικό προσωπικό — pessoal de enfermagem - στρατιωτικό προσωπικό — pessoal militar - δημοσιονομικές προοπτικές — perspectivas financeiras - ΚΕΠΠΑ — PESC - φιλοσοφία του δικαίου — filosofia do Direito - υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή — queixa à Comissão - βλαβερό φυτό — planta daninha - ζωντανό φυτό — planta viva - πολυφωνία των μέσων μαζικής επικοινωνίας — pluralismo dos media - κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική — política comunitária do ambiente - ενιαία συναλλαγματική πολιτική — política cambial única - πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων διαβατηρίου — política de vistos - ενιαία νομισματική πολιτική — política monetária única - στρατοσφαιρικός ρύπος — poluente estratosférico - αυτόχθονος πληθυσμός — população autóctone - πορνογραφία — pornografia - αεροπλανοφόρο — porta-aviões - δικαστική δίωξη — procedimento penal - προϊστορία — Pré-História - πρώτη φάση της ΟΝΕ — primeira fase da UEM - προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — presidência do Conselho da União Europeia - πρόεδρος της Επιτροπής — Presidente da Comissão - επιστημονικός Τύπος — imprensa científica - απόδειξη — prova - πρόληψη των ατυχημάτων — prevenção de acidentes - αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης — princípio de reconhecimento mútuo - αρχή της επικουρικότητας — princípio da subsidiariedade - γενική αρχή του δικαίου — princípio geral de Direito - διαδικασία παράβασης ΕΚ — processo CE de infracção - διαδικασία συναπόφασης — processo de co-decisão - διαδικασία συνδιαλλαγής — processo de conciliação - ειδική διαδικασία — processo especial - ομοιοπαθητικό προϊόν — produto homeopático - ανακυκλωμένο προϊόν — produto reciclado - τελωνειακό επάγγελμα — profissão aduaneira - παράλληλο ιατρικό επάγγελμα — profissão médica paralela - κοινοτικό νομοθετικό πρόγραμμα — programa legislativo comunitário - επιχειρησιακό πρόγραμμα — programa operacional - σχέδιο κοινοτικού ενδιαφέροντος — projecto de interesse comunitário - σχέδιο προϋπολογισμού ΕΚ — projecto de orçamento CE - προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας — promoção da ideia europeia - χρηματοδοτικό πρωτόκολλο — protocolo financeiro - έκδοση με τη βοήθεια υπολογιστή — publicação assistida por computador - δημοσιότητα των συζητήσεων — publicidade dos debates - αίτηση παροχής ψήφου εμπιστοσύνης — moção de confiança - ζήτημα του Θιβέτ — questão do Tibete - προδικαστικό ερώτημα — questão prejudicial - παράταση συμφωνίας — recondução de acordo - προσφυγή στο διαμεσολαβητή ΕΚ — recurso ao Provedor de Justiça Europeu - προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια — recurso contencioso administrativo - προσφυγή στην κοινοτική δικαιοσύνη — recurso contencioso comunitário - προσφυγή ακυρώσεως ΕΚ — recurso de anulação CE - προσφυγή διοικητικής ευθύνης — recurso de responsabilidade administrativa - περιβαλλοντικό τέλος — imposto ambiental - οικονομική μεταρρύθμιση — reforma económica - πολιτική μεταρρύθμιση — reforma política - κοινοτικό τελωνειακό καθεστώς — regime aduaneiro comunitário - τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής — regime aduaneiro de exportação - καθεστώς της κοινοτικής χρηματοδότησης — regime de financiamento comunitário - περιφέρεια των Άλπεων — região alpina - περιφέρεια εξαρτημένη από την αλιεία — região dependente da pesca - επιλέξιμη περιφέρεια — região elegível - ευρωπαϊκή περιφέρεια — região europeia - βιομηχανική περιφέρεια σε παρακμή — região industrial em declínio - δημοτολόγιο — registo civil - κανονισμός του Κοινοβουλίου — regimento da assembleia - σχέση διοίκησης-διοικουμένου — relação administração-administrado - σχέση κράτους-περιφέρειας — relações Estado-região - διοργανικές σχέσεις ΕΚ — relações interinstitucionais CE - κατανομή αρμοδιοτήτων — divisão de competências - κατανομή της κοινοτικής χρηματοδότησης — distribuição do financiamento comunitário - Δημοκρατία της Μολδαβίας — República da Moldova - Σλοβακική Δημοκρατία — República Eslovaca - ενεργειακό δίκτυο — rede energética - δίκτυο πληροφορικής — rede informática - τοπικό δίκτυο — rede local - διευρωπαϊκό δίκτυο — rede transeuropeia - κράτηση θέσης — reserva - αποθεματικό του προϋπολογισμού ΕΚ — reserva orçamental CE - ψήφισμα του Κοινοβουλίου — resolução do Parlamento - φόρος ΦΠΑ — recursos IVA - παρακράτηση στην πηγή — retenção na fonte - αναθεώρηση συμφωνίας — revisão de um acordo - αναθεώρηση της συνθήκης ΕΚ — revisão de tratado CE - αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών — revisão das perspectivas financeiras - διεθνής ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης — papel internacional da União Europeia - τρωκτικό — roedor - βασιλοφροσύνη — realismo - υγεία των ζώων — saúde animal - Σαξονία — Saxónia - Σαξονία-Άνχαλτ — Sachsen-Anhalt - ιατρικές επιστήμες — ciências médicas - γλυπτική — escultura - ΕΣΚΤ — SEBC - κρατικό απόρρητο — segredo de Estado - γραμματεία του οργάνου — secretariado da instituição - γεωργικός τομέας — sector agrícola - ασφάλεια της αεροπλοΐας — segurança aérea - ασφάλεια και φύλαξη — segurança e vigilância - θαλάσσια ασφάλεια — segurança marítima - σεισμός — sismo - ευαισθητοποίηση του κοινού — sensibilização do público - εξυπηρετητής δικτύου — servidor da rede - εθνικό σύστημα υγείας — serviço nacional de saúde - ιστορικός χώρος — local de interesse histórico - πολιτική κατάσταση — situação política - Δημοκρατία της Σλοβενίας, Σλοβενία — Eslovenia, Eslovénia, Eslovênia - υγειονομική μέριμνα — cuidados de saúde - νοσηλευτική φροντίδα — cuidados de enfermagem - ιατρική ειδικότητα — especialidade médica - θέαμα με ζώα — espectáculo com animais - σταθεροποιητικός μηχανισμός του προϋπολογισμού — estabilizador orçamental - στατιστικές εκπαίδευσης — estatísticas da educação - επικεφαλής γεωργικής εκμετάλλευσης — chefe de exploração agrícola - στατιστικές υγείας — estatísticas da saúde - στατιστικές μεταφορών — estatísticas dos transportes - στατιστικές τουρισμού — estatísticas do turismo - ευρωπαϊκό νομικό καθεστώς — estatuto jurídico europeu - τονωτικό — estimulante - υπόγεια αποθήκευση των απορριμμάτων — armazenamento subterrâneo de resíduos - αλιευτική διάρθρωση — estrutura de pesca - ψυχότροπη ουσία — substância psicotrópica - υποστήριξη προς το χρήστη — apoio ao utilizador - επιτήρηση των φαρμάκων — controlo dos medicamentos - πολυμερής εποπτεία — supervisão multilateral - ένωση οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης — associação de municípios - λειτουργικό σύστημα — sistema operativo - σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων — sistema de gestão de base de dados - σύστημα υγείας — sistema de saúde - δικαστικό σύστημα — sistema judiciário - Τατζικιστάν — Tajiquistão - ποσοστό παρέμβασης — taxa de intervenção - τεχνολογία διπλής χρήσης — tecnologia dual - τερματικό πληροφορικής — terminal - αυτόνομα εδάφη της Παλαιστίνης — territórios autónomos da Palestina - εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας — territórios da antiga Jugoslávia - Θουριγγία — Turíngia - λαθρεμπόριο προσώπων — tráfico de pessoas - ηρεμιστικό — tranquilizante - μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο — transformação sob controlo aduaneiro - διοικητική διαφάνεια — transparência administrativa - διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων — transparência do processo de decisão - μεταφορά ασθενών — transporte de doentes - τραυματισμός — traumatismo - εποχιακή εργασία — trabalho sazonal - κοινοτική τρόικα — Troika Comunitária - τρίτη φάση της ΟΝΕ — terceira fase da UEM - Τουρκμενιστάν — Turquemenistão - διοικητική εποπτεία — tutela administrativa - Όλστερ-Ντόνεγκαλ — Ulster-Donegal - ευρωπαϊκή πολιτική ένωση — União Política Europeia - χρήστης της πληροφορικής — utilizador informático - εναλλακτική χρησιμοποίηση γεωργικού προϊόντος — utilização alternativa de produtos agrícolas - φορέας ασθένειας — vector de doenças - πολεμικό όχημα — veículo de combate - παράβαση του κοινοτικού δικαίου — violação do direito comunitário - ένδικο μέσο — instância de recurso - επιβάτης — viajante - ευαίσθητη ζώνη — zona sensível - αρχηγός της αντιπολίτευσης — líder da oposição - αρχηγός νοικοκυριού — chefe de família - ζωικό κεφάλαιο — gado - Χιλή — Chile - χημεία τροφίμων — química dos alimentos - βιομηχανική χημεία — química industrial - χειρουργική — cirurgia - χλώριο — cloro - δημοσιονομικές επιλογές — escolha orçamental - τεχνολογικές επιλογές — escolha de tecnologia - ανεργία, αριθμός των ανέργων, το ποσοστό των ανέργων — desemprego - συγκυριακή ανεργία — desemprego conjuntural - λανθάνουσα ανεργία — desemprego disfarçado - ανεργία των γυναικών — desemprego de mulheres - ανεργία των νέων — desemprego de jovens - μερική ανεργία — desemprego parcial - εποχική ανεργία — desemprego sazonal - διαρθρωτική ανεργία — desemprego estrutural - τεχνική ανεργία — desemprego técnico - τεχνολογική ανεργία — desemprego tecnológico - αποχή — abstencionismo - δραστηριότητα της επιχείρησης — actividade da empresa - άνεργος — desempregado - χρώμιο — cromo - Κύπρος — Chipre - μηλίτης — cidra - ΔΟΜ — OIM - τσιμέντο — cimento - κινηματογράφος — cinema - εγκύκλιος, ειδησεογραφικό έντυπο — boletim informativo, circular, newsletter - άρχουσα τάξη — classe dirigente - κατώτερη τάξη — classe inferior - μεσαία τάξη — classe média - εργατική τάξη — classe operária - αγροτική τάξη — classe rural - ανώτερη τάξη — classe alta - ταξινόμηση — classificação - ρήτρα διαιτησίας — cláusula compromissória - ρήτρα κατανομής — sistema de repartição - ρήτρα διασφάλισης — cláusula de protecção - αυτοαπασχόληση — actividade não assalariada - κλήρος — clero - κλίμα — clima - κλιματισμός — climatização - κλείσιμο των λογαριασμών — fecho de contas - πολιτική λέσχη — grupo de reflexão política - WFC — CMA - UNCTAD — CNUCED - πολιτικός συνασπισμός — coligação política - κοβάλτιο — cobalto - κωδικοποίηση — codificação - κώδικας οδικής κυκλοφορίας — código da estrada - κώδικας ναυσιπλοΐας — código de navegação - εργατικός κώδικας — código do trabalho - ειρηνική συνύπαρξη — coexistência pacífica - συγχρηματοδότηση — co-financiamento - συνδιαχείριση — cogestão - συνεργασία επί του προϋπολογισμού — colaboração orçamental - είσπραξη φόρου — cobrança de impostos - συλλογή δεδομένων — recolha de dados - ηλιακός συλλέκτης — colector solar - κολλεκτιβισμός — colectivismo - αγροτική κοινότητα — colectividade rural - αστική κοινότητα — colectividade urbana - σχολική προσαρμογή — adaptação escolar - χρωστική ουσία τροφίμων — corante alimentar - συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων — corante alimentar artificial - φυσική χρωστική ουσία — corante alimentar natural - ελαιοκράμβη — colza - εύφλεκτο υλικό, καύσιμα, καύσιμη ύλη, καύσιμο — carburante, carburantes, Combustíveis, combustível, material com que se aquece - υποκατάστατο καύσιμο — combustível de substituição - ορυκτά καύσιμα — combustível fóssil - κοινωνική προσαρμογή — adaptação social - πυρηνικό καύσιμο — combustível nuclear - γεωργικές επιτροπές ΕΚ — Comité Agrícola CE - επιτροπές των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Comité CE - συμβουλευτική επιτροπή ΕΚ — Comité Consultivo CE - συμβούλιο της επιχείρησης — comissão de trabalhadores - επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Comité do Conselho da União Europeia - Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή — Comité Económico e Social Europeu - Νομισματική Επιτροπή ΕΚ — Comité Monetário CE - ισομερής επιτροπή ΕΚ — Comité Paritário CE - μόνιμη επιτροπή ΕΚ — Comité Permanente CE - Μόνιμη Επιτροπή του ΟΗΕ — Comité Permanente ONU - επιστημονική επιτροπή ΕΚ — Comité Científico CE - τεχνική επιτροπή Ε — Comité Técnico CE - εμπορική διαιτησία — arbitragem comercial - ηλεκτρονική βιβλιοθήκη — biblioteca virtual - Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Centro de Tradução dos Órgãos da União Europeia - Κοινοτικό Γραφείο Φυτικών Ποικιλιών — Instituto Comunitário das Variedades Vegetais - Αφρικανικός Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών — Carta Africana dos Direitos do Homem e dos Povos - Ευρωπαϊκός Χάρτης Ενέργειας — Carta Europeia da Energia - κοινωνική ρήτρα — cláusula social - UNCED — CNUAD - ευρωπαϊκή επιτροπή επιχείρησης — Comité de Empresa Europeu - ηλεκτρονικό εμπόριο — comércio electrónico - Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης — Instituto Europeu de Normalização - CEN — CEN - CENELEC — CENELEC - ΕTSI — ETSI - αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων — reconhecimento das qualificações profissionais - ποιοτικός έλεγχος γεωργικών προϊόντων — controlos de qualidade dos produtos agrícolas - Δικαστήριο ΕΖΕΣ — Tribunal da AECL - επικίνδυνα απόβλητα — detrito perigoso - νομότυπη κατάθεση — depósito legal - κοινωνικό ντάμπινγκ — dumping social - κεκτημένο δικαίωμα — direito adquirido - μεταβατική οικονομία — economia em transição - ηλεκτρονική έκδοση — edição electrónica - ένζυμο — enzima - ευρωπαϊκός κοινωνικός χώρος — espaço social europeu - Ομάδα των πλέον αναπτυγμένων βιομηχανικά χωρών — grupo dos países mais industrializados - GATS — GATS - Ομάδα του Ρίο — Grupo do Rio - εγκαθίδρυση της ειρήνης — instauração da paz - οικονομική ενημέρωση — inteligência económica - ζωολογικός κήπος — jardim zoológico - ασθένεια ιχθύων — doença dos peixes - παγκοσμιοποίηση — globalização - πολυμέσα — multimédia - Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς — Instituto de Harmonização do Mercado Interno - Παγκόσμιος Οργανισμός Τελωνείων — Organização Mundial das Alfândegas - Όργανο Επίλυσης Διαφορών — Órgão de resolução de litígios - ΟΣΑΕ — APEC - παιδεραστία — pedofilia - αρχή της αναλογικότητας — princípio da proporcionalidade - συγκριτική διαφήμιση — publicidade comparativa - περιφέρειες της Φινλανδίας — regiões da Finlândia - περιφέρειες της Σουηδίας — regiões da Suécia - κανονισμοί τηλεπικοινωνιών — regulamentação das telecomunicações - κοινωνία των πληροφοριών — sociedade da informação - Συνθήκη του Άμστερνταμ — Tratado de Amesterdão - οικονομική μετάβαση — transição económica - TRIMS — TRIMS - TRIPS — TRIPS - UNICE — UNICE - επαγγελματικός βίος — vida profissional - ζώνη ευρώ — zona do euro - TARIC — Taric - CISL — CISL - ΟΚΚΚΑ — CEEAC - EUTELSAT — EUTELSAT - ΕΣΟΣ — LECE - κλωνοποίηση — clonagem - εμπορική διαφορά — diferendo comercial - προβληματική επιχείρηση — empresa em dificuldade - λεωφόροι των πληροφοριών — auto-estrada da informação - δίκτυο intranet — intranet - δίκτυο extranet — extranet - λογισμικό πλοήγησης, μπράουζερ, περιηγητής διαδικτύου, σελιδομετρητής, φυλλομετρητής — browser, Navegador, Navegadores WWW - διαχείριση κειμένων — gestão de documento - ΗΔΔ — GED - OCR — OCR - ψηφιοποίηση — digitalização - Niederösterreich — Niederösterreich - Oberösterreich — Oberösterreich - Burgenland — Burgenland - Καρινθία — Kärnten - Σάλτσμπουργκ — Salzburgo - Steiermark — Estìria - Τιρόλο — Tirol - Βόραρλμπεργκ — Vorarlberg - Βιένη — Viena - χώρες της ΟΣΑΕ — país da APEC - ΕΚΔΕ — CEEP - προθεσμία πληρωμής — prazo de pagamento - σύμφωνο σταθερότητας — pacto de estabilidade - πολιτική για τη νεότητα — política da juventude - πολιτική καταναλωτών — política dos consumidores - κοινοτική πολιτική-εθνική πολιτική — política comunitária-política nacional - Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Φαινομένων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας — Observatório Europeu do Racismo e da Xenofobia - ΔΕΥ — JAI - διακρίσεις λόγω ηλικίας — discriminação com base na idade - διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού — discriminação baseada na orientação sexual - περίθαλψη ηλικιωμένων — assistência aos idosos - καταχρηστική απόλυση — despedimento abusivo - Στοκχόλμη — Estocolmo - Östra Mellansverige — Östra Mellansverige - Sydsverige — Sydsverige - Norra Mellansverige — Norra Mellansverige - Mellersta Norrland — Mellersta Norrland - Övre Norrland — Övre Norrland - Småland med öarna — Småland med Öarna - Västsverige — Västsverige - Itä-Suomi — Itä-Suomi - Väli-Suomi — Väli-Suomi - Pohjois-Suomi — Pohjois-Suomi - Uusimaa — Uusimaa - Etelä-Suomi — Etelä-Suomi - Ahvenanmaa — Ahvenanmaa - Κοινωνικό Σύμφωνο ΕΚ — Acordo Social CE - διακρίσεις λόγω αναπηρίας — discriminação fundada na deficiência - OLAF — OLAF - απλούστευση της νομοθεσίας — simplificação legislativa - DNA — ADN - εικόνα σύνθεσης — imagem de síntese - μέθοδος αξιολόγησης — método de avaliação - παρατήρηση — observação - αρχή της κοινοτικοποίησης — princípio de comunitarização - ευθύνη κράτους μέλους — responsabilidade do Estado - προσομοίωση — simulação - εποπτεία εισαγωγών — fiscalização das importações - συγκριτική ανάλυση — análise comparativa - ανάλυση αιτίων — análise de causas - ποσοτική ανάλυση — análise quantitativa - ειδική άδεια — licença especial - ενισχυμένη συνεργασία — cooperação reforçada - υπερμέσα — hipermédia - υπερκείμενο — hipertexto - ευθανασία — eutanásia - Παλάου — Palau - Νήσος Νόρφοκ, Νήσος Νόρφολκ — Ilha norfolk - Νιούε — Niue - Τοκελάου — Tokelau - Θέουτα — Ceuta - Μελίγια — Melilla - κοινοτική γνώμη — parecer comunitário - γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου — parecer do Tribunal de Contas - χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Carta dos Direitos Fundamentais da União Europeia - δημοκρατικό έλλειμμα — défice democrático - Ύπατος εκπρόσωπος για την ΚΕΠΠΑ — Alto-Representante para a PESC - ψήφισμα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης — resolução do Conselho da União Europeia - ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου — resolução do Conselho Europeu - τρόπος παραγωγής — modo de produção - στόχος της παραγωγής — objectivo de produção - τεχνολογία παραγωγής — técnica de produção - διαγονιδιακό ζώο — animal transgénico - διαγονιδιακό φυτό — planta transgénica - διάδοση των καινοτομιών — difusão das inovações - κανόνας απόδοσης — norma de produção - απαρχαιωμένη τεχνολογία — tecnologia obsoleta - τεχνολογική πρόβλεψη — prospectiva tecnológica - οργάνωση της έρευνας — organização da investigação - επιστημονική ανακάλυψη — descoberta científica - αρχή της πρόνοιας — princípio da precaução - έρευνα πεδίου — investigação de campo - αποτελέσματα της έρευνας — resultado da investigação - ιχνηλασιμότητα — rastreabilidade - βιώσιμη γεωργία — agricultura sustentável - ευρωπαϊκό γεωργικό πρότυπο — modelo agrícola europeu - γεωργοπεριβαλλοντικό πρόγραμμα — plano agro-ambiental - κτηματολογική πολιτική — política agrária - γεωργικά έργα — projecto agrícola - γεωργική έκταση με περιβαλλοντικούς περιορισμούς — zona agrícola com condicionantes ambientais - απώλεια συγκομιδής — perda de colheita - γεωργική απογραφή — recenseamento agrícola - αρδευτική καλλιέργεια — cultivo irrigado - διαδοχική καλλιέργεια — rotação de culturas - σιλό — silo - ενεργειακή καλλιέργεια — cultura energética - ελαιούχος καλλιέργεια — cultura oleaginosa - ζωοτεχνία — zootecnia - βόρειο πολικό δάσος — floresta boreal - βιώσιμη δασοκομία — silvicultura sustentável - πιστοποίηση των δασών — certificação florestal - ευρωπαϊκή δασική πολιτική — política florestal europeia - EFICS — EFICS - μεσογειακό δάσος — floresta mediterrânica - εύκρατο δάσος — floresta temperada - δασικές στατιστικές — estatísticas florestais - ευρωπαϊκό νόμισμα — moeda europeia - EURIBOR — EURIBOR - τιμή μετατροπής — taxa de conversão - ΑΤΑ — BAD - ΤΟΟΚΑ — BCIE - ΤΑΚ — BDC - αγροτική πίστη — crédito agrícola - πρόγραμμα σταθερότητας — programa de estabilidade - ευρωπαϊκή φορολογική συνεργασία — cooperação fiscal europeia - φορολογική μεταρρύθμιση — reforma fiscal - ανεργία διακινούμενων εργαζομένων — desemprego dos trabalhadores migrantes - συνεχής επαγγελματική κατάρτιση — formação profissional contínua - επιτροπή απασχόλησης ΕΚ — Comité do Emprego - ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση — estratégia europeia de emprego - προσαρμοστικότητα εργαζομένου — adaptabilidade do trabalhador - ευελιξία της εργασίας — flexibilidade do trabalho - παρωχημένο προσόν — qualificação obsoleta - έλλειψη εργατικού δυναμικού — escassez de mão-de-obra - εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες — trabalhador polivalente - πρόσληψη μισθωτού ανταγωνιστικής επιχείρησης — recrutamento de trabalhadores de empresas concorrentes - ιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου — retrogradação profissional - Ecofin — Ecofin - μη συμμετέχον κράτος — país não participante - συμμετέχον κράτος — país participante - αντοχή υλικών — resistência dos materiais - συγκριτική αξιολόγηση — avaliação comparativa - θεμιτό εμπόριο — comércio equitativo - παραχώρηση υπηρεσιών — concessão de serviços - εμπορική σύμβαση — contrato comercial - διεθνής εμπορική διαιτησία — arbitragem comercial internacional - ηλεκτρονική υπογραφή — assinatura electrónica - εμπορικές στατιστικές — estatísticas comerciais - αποκλεισμός από διεθνή οργανισμό — exclusão de uma organização internacional - ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση — parceria euro-mediterrânica - αξιολόγηση της βοήθειας — avaliação da ajuda - πρόληψη των συγκρούσεων — prevenção de conflitos - εθνική εκκαθάριση — purificação étnica - όπλα κατά προσωπικού — arma antipessoal - κατασκοπία — espionagem - στρατιωτικό απόρρητο — segredo militar - στατιστικές άμυνας — estatísticas de defesa - εδαφολογική ανάλυση — análise do solo - επιστήμη του διαστήματος — ciência do espaço - βιοκλιματολογία — bioclimatologia - χημεία εδάφους — química do solo - πολιτιστική γεωγραφία — geografia cultural - ανθρωπογεωγραφία — geografia humana - περιφερειακή γεωγραφία — geografia regional - γεωμορφολογία — geomorfologia - ιζηματολογία — sedimentologia - είδος εδάφους — tipo de solo - εθνογραφία — etnografia - κοινωνιολογία της εργασίας — sociologia do trabalho - περιβαλλοντική οικονομία — economia do ambiente - περιβαλλοντική εκπαίδευση — educação ambiental - προστασία των υδάτων — protecção das águas - μείωση των εκπομπών αερίων — redução das emissões de gases - ευθύνη για περιβαλλοντικές ζημίες — responsabilidade por danos ambientais - στατιστικές περιβάλλοντος — estatísticas do ambiente - θαλάσσιο οικοσύστημα — ecossistema marinho - χερσαίο οικοσύστημα — ecossistema terrestre - οξίνιση — acidificação - ιλύς καθαρισμού λυμάτων — lama de depuração - χημικά απόβλητα — resíduo químico - ηλεκτροτεχνικά απόβλητα — resíduo electrónico - νοσοκομειακά απόβλητα — resíduo hospitalar - ρύπανση λόγω ατυχήματος — poluição acidental - τοπική ρύπανση — poluição local - διεθνής υιοθεσία — adopção internacional - σύγκρουση γενεών, το χάσμα των γενεών — conflito de gerações - δικαίωμα υιοθεσίας — direito de adopção - επανασυσταθείσα οικογένεια — família recomposta - πολυγαμία — poligamia - οικογενειακή αλληλεγγύη — solidariedade familiar - ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική — política migratória comunitária - εξάρτηση των ηλικιωμένων — dependência das pessoas idosas - δημογραφική πρόβλεψη — previsão demográfica - αντικατάσταση των γενεών — substituição das gerações - χριστιανός — cristão - μουσουλμάνος — muçulmano - associação europeia - αυτονομία των ατόμων με ειδικές ανάγκες — autonomia dos deficientes - κοινωνική συμπεριφορά — comportamento social - ενσωμάτωση των ατόμων με ειδικές ανάγκες — integração dos deficientes - κοινωνικό σύμφωνο — pacto social - παιδοπορνογραφία — pornografia infantil - θρησκευτικός τουρισμός — turismo religioso - νεανική βία — violência juvenil - βία στα σχολεία — violência na escola - ενδοοικογενειακή βία — violência doméstica - πολιτιστική εξαίρεση — excepção cultural - ευρωπαϊκή ταυτότητα — identidade europeia - ζηλωτισμός — integrismo religioso - νέα θρησκεία — nova religião - ευρωπαϊκή πολιτιστική εκδήλωση — manifestação cultural europeia - πολιτιστική προώθηση — promoção cultural - καθολική ασφαλιστική κάλυψη — cobertura universal de doença - ιατρικό δίκαιο — direito médico - ιατρικό σφάλμα — erro médico - χρόνια νόσος — doença crónica - φάρμακο κοινόχρηστης ονομασίας — medicamento genérico - ασφάλεια των τροφίμων — segurança dos alimentos - παρηγορητική αγωγή — cuidados paliativos - αυτορρύθμιση — auto-regulamentação - διοικητικός κώδικας — Código Administrativo - ιστορία του δικαίου — História do Direito - έγκλημα άνευ δόλου — delito não-intencional - ψυχολογική παρενόχληση — assédio moral - ακαταδίωκτο — impunidade - ποινική ευθύνη των ανηλίκων — responsabilidade penal dos menores - σεξουαλικός τουρισμός — turismo sexual - εκκρεμείς υποθέσεις — processos judiciais em atraso - κατάργηση — revogação - εξωεδαφική αρμοδιότητα — competência extraterritorial - ανεξαρτησία της δικαιοσύνης — independência da justiça - θαλάσσια δικαιοδοσία — jurisdição marítima - εικονικός γάμος — casamento de conveniência - σύστημα πληροφοριών Σένγκεν — Sistema de Informação de Schengen - θρησκευτικός πόλεμος — conflito religioso - δικαίωμα στην υγεία — direito à saúde - ενεργειακή διαφοροποίηση — diversificação energética - κοίτασμα φυσικού αερίου — jazigo de gás - ενεργειακή απόδοση — rendimento energético - στρατηγικά αποθέματα — reserva estratégica - κοίτασμα πετρελαίου — jazigo de petróleo - πυρηνική έρευνα — investigação nuclear - διεύρυνση διεθνούς οργανισμού — alargamento de uma organização internacional - βιομηχανική ολοκλήρωση — integração industrial - κριτήριο προσχώρησης — critério de adesão - διαπραγματεύσεις προσχωρήσεως — negociação de adesão - κοινή πολιτική άμυνας — política de defesa comum - προενταξιακή στρατηγική — estratégia de pré-adesão - ευρωπαϊκό κέντρο πληροφόρησης των καταναλωτών — Agência Europeia de Informação dos Consumidores - μικροπιστώσεις — microcrédito - μικροχρηματοδότηση — microfinança - κινδυνική — cindínica - κοσμολογία — cosmologia - συμβοηθών σύζυγος — cônjuge auxiliar - ευκαιριακή εργασία — trabalho ocasional - μηχανική δόνηση — vibração mecânica - δασοφύλακας — guarda-florestal - Eurojust — Eurojust - ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης — mandado de captura europeu - συνθήκη προσχώρησης ΕΕ — tratado de adesão à UE - συνθήκη της Νίκαιας — Tratado de Nice - αρωγή των θυμάτων — ajuda às vítimas - αναμορφωτήριο — centro educativo - εσωτερικό δίκαιο των θρησκειών — direito das religiões - βουδιστικό δίκαιο — direito budista - κανονικό δίκαιο — direito canónico - προτεσταντικό εκκλησιαστικό δίκαιο — direito eclesiástico protestante - εβραϊκό δίκαιο — direito hebraico - ινδουιστικό δίκαιο — direito hindu - ισλαμικό δίκαιο — direito muçulmano - διαγραφή της φορολογικής οφειλής — perdão fiscal - αυθαίρετο κτίσμα — construção clandestina - παιδί του δρόμου — criança da rua - χουλιγκανισμός — holiganismo - υποβαθμισμένη αστική ζώνη — zona urbana desfavorecida - επείγουσα ιατρική — medicina de urgência - βανδαλισμός — vandalismo - ευγονική — eugenia - φτωχός εργαζόμενος — trabalhador pobre - μη ιοντίζουσα ακτινοβολία — radiação não ionizante - ανάπτυξη επιχείρησης — crescimento da empresa - συγχώνευση σε διεθνές επίπεδο — fusão internacional - εταιρική διακυβέρνηση — governo das sociedades - κοινωνικό σήμα — rótulo social - εξαγορά επιχείρησης — aquisição de empresa - επιχείρηση ένταξης στην αγορά εργασίας — empresa de inserção - νεοσύστατη επιχείρηση — nova empresa - ευρωπαϊκός συνεταιρισμός — cooperativa europeia - ποιότητα της διδασκαλίας — qualidade do ensino - κοινοβουλευτική βιβλιοθήκη — biblioteca parlamentar - νομοθετικός σχολιασμός — comentário da lei - ηλεκτρονικό έγγραφο — documento electrónico - τουριστικός οδηγός — guia turístico - βιβλιοθήκη πολυμέσων — mediateca - παραπληροφόρηση — desinformação - παροχέας πρόσβασης — fornecedor de acesso - αυτός που αναζητά πληροφορίες στο διαδίκτυο, χρήστης του διαδικτύου — internauta - μηχανή αναζήτησης — motor de pesquisa - πολιτική τηλεπικοινωνιών — política das telecomunicações - τηλεοπτική παρακολούθηση — videovigilância - κρυπτογραφία, κρυπτολογία — Criptoanalise, criptoanálise, Cripto análise, Cripto-análise, criptografia - ιός υπολογιστών — vírus informático - θεμελιώδεις ανάγκες — necessidades fundamentais - σχέσεις περιφέρειας-Ευρωπαϊκής Ένωσης — relação regiões-União Europeia - μη εμπορικός τομέας — sector não comercial - μεταβιβαστικές πληρωμές — transferências sociais - ζελατίνη — gelatina - συμπλήρωμα διατροφής — complemento alimentar - βιολογικό προϊόν — produto biológico - τούβλο — tijolo - πέτρα — pedra - ειδικό μέταλλο — metal especial - κινητήρας ντίζελ — motor diesel - πριονιστήριο — serração - βοήθημα πλοήγησης — ajuda à navegação - αστική κυκλοφορία — circulação urbana - βιώσιμη κινητικότητα — mobilidade sustentável - ευφυές σύστημα μεταφορών — sistema de transporte inteligente - δορυφορική πλοήγηση — navegação por satélite - υπηρεσίες εδάφους — assistência em escala - συνομοσπονδιακό κράτος — Estado confederado - αυτόνομη περιφέρεια — Estado regional - πρωτόκολλο — protocolo - σύμβολο του κράτους — símbolos do Estado - εθνικιστικό κόμμα — partido nacionalista - αυτονομιστικό κόμμα — partido autonomista - εξτρεμιστικό κόμμα — partido extremista - τροποποίηση του εκλογικού νόμου — reforma eleitoral - κοινοβουλευτική έρευνα — inquérito parlamentar - σύνταξη νομοθετικών κειμένων — redacção legislativa - καθεστώς του αιρετού άρχοντα — estatuto do eleito - ηλεκτρονική διοίκηση — administração electrónica - δήλωση της κυβέρνησης — declaração do governo - διακυβέρνηση — governança - κοινοβουλευτική διπλωματία — diplomacia parlamentar - χρηματική ποινή — sanção pecuniária obrigatória - έξωση — despejo - αυτόματο μηχάνημα πώλησης — distribuidor automático - κεφάλαιο αρχικής ώθησης — capital de arranque - αισθητική χειρουργική — cirurgia estética - ιατρική πραγματογνωμοσύνη — perícia médica - διακοπή της σχολικής φοίτησης — abandono escolar - παραβολική κεραία — antena parabólica - επιστημονική εκλαΐκευση — vulgarização científica - διαχείριση των γνώσεων — gestão dos conhecimentos - λιμενική αρχή — administração portuária - ανάθεση σε τρίτους — externalização - χημικό ατύχημα — acidente químico - βιομηχανία καλλυντικών — indústria cosmética - μέθοδος κατασκευής — técnicas da construção - αγροτική συνεργασία — cooperação agrícola - καταστροφή των όπλων — destruição de armas - συνεργασία στον τομέα της εκπαίδευσης — cooperação em matéria de educação - βιομηχανία αερίου — indústria do gás - διεθνές εργατικό δίκαιο — direito internacional do trabalho - διεθνές εμπορικό δίκαιο — direito comercial internacional - άδεια πατρότητας — licença por paternidade - εργασία του κρατουμένου — trabalho do recluso - περιφερειακή αγορά — mercado regional - περιφερειακή ασφάλεια — segurança regional - τάρανδος — rena - τηλεϊατρική — telemedicina - εδαφική διαφορά — contencioso territorial - Ευρωπαϊκή αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων — Autoridade Europeia para a Segurança dos Alimentos - ευρωπαϊκό σύνταγμα — Constituição Europeia - κοινοτικό corpus juris — corpus juris comunitário - δικαίωμα παρακολούθησης — direito de sequência - επιστημονική πραγματογνωμοσύνη — peritagem científica - κοινωνικός αντίκτυπος — impacto social - ISPA — ISPA - απόκτηση φυτικής ποικιλίας — obtenção vegetal - μετακομμουνισμός — pós-comunismo - αναπαραγωγική υγεία — saúde genésica - καθολική υπηρεσία — serviço universal - Ειδικό διεθνές ποινικό δικαστήριο - ευρωπαϊκό όραμα — visão da Europa - θεσμική συμφωνία — acordo institucional - ΣΕΣΚΕ — CEFTA - CCNR — CCNR - δημόσιο αξίωμα — cargo público - ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης — cláusula de consciência - συγκατοίκηση — coabitação política - σύνθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής — composição de uma comissão parlamentar - διεξαγωγή συνεδρίασης — condução de reuniões - Παναμερικανικό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων — Tribunal Interamericano dos Direitos do Homem - Διεθνές ποινικό δικαστήριο — Tribunal Penal Internacional - απόφαση πλαίσιο — decisão-quadro - προσωπική ανέλιξη — desenvolvimento pessoal - πολυεθνικό κράτος — Estado multiétnico - Ηνωμένες Πολιτείες της Μικρονησίας — Estados Federados da Micronésia - εκκένωση πληθυσμού — evacuação da população - δικαιοσύνη της γειτονιάς — justiça de proximidade - ηθική της οικονομικής ζωής — ética económica - OPCW — OPAQ - WTO — OMT - οργανισμός εκπροσώπησης του αγροτικού τομέα — organismo de representação agrícola - Κοινοβούλιο των Άνδεων — Parlamento Andino - Κοινοβούλιο της Κεντρικής Αμερικής — Parlamento Centro-americano - χώρες της NAFTA — países da NAFTA - χώρες του Καυκάσου — países do Cáucaso - τεχνική της επικοινωνίας — prática da comunicação - τεχνική των διαπραγματεύσεων — prática da negociação - Κοινοβούλιο της Λατινικής Αμερικής — Parlamento Latino-americano - τεχνική της σύνταξης — prática da redacção - αποτέλεσμα της ψηφοφορίας — resultado da votação - σοσιαλδημοκρατία — social-democracia - καθεστώς των βουλευτών — estatuto dos membros do Parlamento - σύστημα γεωγραφικής πληροφόρησης — sistema de informação geográfica - ψηφιακή τεχνολογία — tecnologia digital - ΠΖΕΣ — ALCA - Ευρωπαϊκή υπηρεσία για την ανασυγκρότηση — Agência Europeia de Reconstrução - Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων — Serviço Alimentar e Veterinário - αστυνομία της γειτονιάς — polícia de proximidade - διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία — delegação interparlamentar - βουδιστής [V4.1] — budista [V4.1] - στρατιωτική επιστήμη [V4.1] — ciência militar [V4.1] - κυλικείο σχολείου [V4.1] — cantina escolar [V4.1] - σύνοδος [V4.1] — concílio [V4.1] - συνέδριο κόμματος [V4.1] — congresso de um partido [V4.1] - ΣΤΠΑΕ [V4.1] — CPLRE [V4.1] - υποχρεώσεις του πολίτη [V4.1] — deveres do cidadão [V4.1] - δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα [V4.1] — direito à integridade física [V4.1] - στρατιωτικό ποινικό δίκαιο [V4.1] — direito penal militar [V4.1] - ρωμαϊκό δίκαιο [V4.1] — direito romano [V4.1] - επιστροφή φόρων [V4.1] — reembolso de imposto [V4.1] - δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα [V4.1] — direito de visita [V4.1] - θύλακος [V4.1] — enclave territorial [V4.1] - νεφρική νόσος [V4.1] — doença renal [V4.1] - φαρμακείο [V4.1] — farmácia [V4.1] - σιδηροδρομικός σταθμός [V4.1] — estação de caminho-de-ferro [V4.1] - σταθμός λεωφορείων [V4.1] — estação rodoviária [V4.1] - ιστορική γεωγραφία [V4.1] — geografia histórica [V4.1] - ινδουιστής [V4.1] — hinduísta [V4.1] - παγκόσμια ιστορία [V4.1] — história universal [V4.1] - εικονογράφηση [V4.1] — ilustração gráfica [V4.1] - αρχέτυπο [V4.1] — incunábulo [V4.1] - διοικητική παράβαση [V4.1] — infracção administrativa [V4.1] - νομοθετική πράξη εναρμόνισης [V4.1] — lei de harmonização [V4.1] - μανιφέστο [V4.1] — manifesto [V4.1] - χειρόγραφο [V4.1] — manuscrito [V4.1] - μεθοδολογία του δικαίου [V4.1] — metodologia jurídica [V4.1] - μυθολογία [V4.1] — mitologia [V4.1] - κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης [V4.1] — movimento antiglobalização [V4.1] - πολιτιστικό κίνημα [V4.1] — movimento cultural [V4.1] - κόμμα μπαλαντέρ [V4.1] — partido charneira [V4.1] - εξωκοινοβουλευτικό κόμμα [V4.1] — partido extraparlamentar [V4.1] - βασιλικό κόμμα [V4.1] — partido monárquico [V4.1] - περιφερειακό κόμμα [V4.1] — partido regionalista [V4.1] - χάρτης [V4.1] — plano [V4.1] - περιφερειακή αστυνομία [V4.1] — polícia regional [V4.1] - τοπική αστυνομία [V4.1] — polícia local [V4.1] - μη ανταποδοτική παροχή [V4.1] — prestação não contributiva [V4.1] - τοπικός προϋπολογισμός [V4.1] — orçamento local [V4.1] - περιφερειακός προϋπολογισμός [V4.1] — orçamento regional [V4.1] - πολιτική προπαγάνδα [V4.1] — propaganda política [V4.1] - προεδρικό καθεστώς [V4.1] — regime presidencial [V4.1] - πρωτόγονη θρησκεία [V4.1] — religião primitiva [V4.1] - φοιτητική εστία [V4.1] — residência de estudantes [V4.1] - σεξουαλικότητα [V4.1] — sexualidade [V4.1] - κοινωνιολογία του δικαίου [V4.1] — sociologia do direito [V4.1] - αγροτική κοινωνιολογία [V4.1] — sociologia rural [V4.1] - αστική κοινωνιολογία [V4.1] — sociologia urbana [V4.1] - κοινωνιολογία της εκπαίδευσης [V4.1] — sociologia da educação [V4.1] - πολιτική κοινωνιολογία [V4.1] — sociologia política [V4.1] - διανομή αερίου [V4.1] — distribuição de gás [V4.1] - διαθήκη ζωής [V4.1] — testamento vital [V4.1] - ιερό βιβλίο [V4.1] — texto sagrado [V4.1] - βιντεοθήκη [V4.1] — videoteca [V4.1] - φυσικό δίκαιο [V4.1] — direito natural [V4.1] - βιομετρία [V4.1] — biometria [V4.1] - δικαίωμα στέγασης [V4.1] — direito à habitação [V4.1] - δύναμη ταχείας αντίδρασης [V4.1] — força de reacção rápida [V4.1] - λαϊκισμός [V4.1] — populismo [V4.1] - αστική ένωση [V4.1] — união civil [V4.1] - Ένωση των κρατών της Καραϊβικής [V4.1] — Associação dos Estados das Caraíbas [V4.1] - πατριωτικό κίνημα [V4.1] — movimento patriótico [V4.1] - μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ [V4.1] — representação permanente junto da União Europeia [V4.1] - κοινωνικοπολιτισμικές ομάδες — grupo sociocultural - δημοσιοϋπαλληλικό σωματείο — sindicato de funcionários públicos - βιομηχανική ελεύθερη ζώνη — zona franca industrial - Ρινγκκαίμπινγκ — Ringkøbing - οπτικοακουστικό μέσο — material audiovisual - Ευρωπαϊκή Ένωση Συνεργασίας — Associação Europeia para a Cooperação - διεπαγγελματική συμφωνία — acordo interprofissional - Στορστραίμ — Storstrøm - Ουμ αλ Κουάβαιν — Umm al Quawain - Βεστ φορ Στορμπαίλτ — oeste de Storebælt - επιδότηση επιτοκίου — bonificação de juro - συμπαραγωγή οπτικοακουστικών προγραμμάτων — co-produção audiovisual - οπτικοακουστικό πρόγραμμα — programa audiovisual - οπτικοακουστική παραγωγή — produção audiovisual - οπτικοακουστική πολιτική — política do audiovisual - ραδιοτηλεπειρατεία — pirataria audiovisual - ευρωπαϊκός οπτικοακουστικός χώρος — espaço audiovisual europeu - σφάγιο — carcaça - κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία — categoria socioprofissional - κράτος μέλος ΕΕ — Estado-Membro UE - Κοινό Κέντρο Ερευνών — Centro Comum de Investigação - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων — Agência Europeia de Medicamentos - Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Bósnia-Herzegovina - Κοινοτικός Χάρτης των Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων — Carta Comunitária dos Direitos Sociais Fundamentais dos Trabalhadores - κοινότητες του Βελγίου — comunidades da Bélgica - έλεγχος των εξαγωγών — controlo das exportações - απάτη εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης — fraude contra a União Europeia - εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης — fronteira externa da União Europeia - Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας — Observatório Europeu da Droga e da Toxicodependência - Οργανισμός ή υπηρεσία ΕΕ — órgão e agência UE - Σλοβακία — Eslováquia - CENELEC — CENELEC - Γραφείο Εναρμόνισης της Εσωτερικής Αγοράς — Instituto de Harmonização no Mercado Interno - TARIC — Taric - EUTELSAT — EUTELSAT - Niederösterreich — Baixa Áustria - Oberösterreich — Alta Áustria - Κεντροανατολική Σουηδία — Centro-Este da Suécia - Νότια Σουηδία — Sul da Suécia - Βορειοκεντρική Σουηδία — Centro-Norte da Suécia - Κεντρική Norrland — Norrland Central - Άνω Norrland — Alta Norrland - Småland και Νήσοι — Småland e Ilhas - Δυτική Σουηδία — Oeste da Suécia - Ανατολική Φινλανδία — Finlândia Oriental - Λαπωνία — Lapónia - Νότια Φινλανδία — Finlândia Meridional - Νήσοι Ώλαντ — ilhas Åland - ευθύνη κράτους μέλους — responsabilidade do Estado - γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου — parecer do Tribunal de Contas - EURIBOR — EURIBOR - εργαζόμενος με πολλαπλές δεξιότητες — trabalhador polivalente - WTO — OMT - βουδιστής — budista - στρατιωτική επιστήμη — ciência militar - κυλικείο σχολείου — cantina escolar - ΣΤΠΑΕ — CPLRE - υποχρεώσεις του πολίτη — deveres do cidadão - δικαίωμα στη σωματική ακεραιότητα — direito à integridade física - ποινικό στρατιωτικό δίκαιο — direito penal militar - ρωμαϊκό δίκαιο — direito romano - επιστροφή φόρων — reembolso de imposto - δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με τα τέκνα — direito de visita - νεφρική νόσος — doença renal - φαρμακείο — farmácia - σιδηροδρομικός σταθμός — estação de caminho-de-ferro - σταθμός λεωφορείων — estação rodoviária - ιστορική γεωγραφία — geografia histórica - ινδουιστής — hinduísta - παγκόσμια ιστορία — história universal - εικονογράφηση — ilustração gráfica - αρχέτυπο — incunábulo - διοικητική παράβαση — infracção administrativa - νομοθετική πράξη εναρμόνισης — lei de harmonização - μανιφέστο — manifesto - χειρόγραφο — manuscrito - μεθοδολογία του δικαίου — metodologia jurídica - μυθολογία — mitologia - κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης — movimento antiglobalização - πολιτιστικό κίνημα — movimento cultural - κόμμα μπαλαντέρ — partido charneira - εξωκοινοβουλευτικό κόμμα — partido extraparlamentar - βασιλικό κόμμα — partido monárquico - περιφερειακό κόμμα — partido regionalista - περιφερειακή αστυνομία — polícia regional - τοπική αστυνομία — polícia local - μη ανταποδοτική παροχή — prestação não contributiva - τοπικός προϋπολογισμός — orçamento local - περιφερειακός προϋπολογισμός — orçamento regional - πολιτική προπαγάνδα — propaganda política - προεδρικό καθεστώς — regime presidencial - πρωτόγονη θρησκεία — religião primitiva - φοιτητική εστία — residência de estudantes - σεξουαλικότητα — sexualidade - κοινωνιολογία του δικαίου — sociologia do direito - αγροτική κοινωνιολογία — sociologia rural - αστική κοινωνιολογία — sociologia urbana - κοινωνιολογία της εκπαίδευσης — sociologia da educação - πολιτική κοινωνιολογία — sociologia política - διανομή αερίου — distribuição de gás - διαθήκη ζωής — testamento vital - ιερό βιβλίο — texto sagrado - βιντεοθήκη — videoteca - φυσικό δίκαιο — direito natural - δικαίωμα στέγασης — direito à habitação - δύναμη ταχείας αντίδρασης — força de reacção rápida - λαϊκισμός — populismo - Ένωση των κρατών της Καραϊβικής — Associação dos Estados das Caraíbas - πατριωτικό κίνημα — movimento patriótico - μόνιμη αντιπροσωπεία στην ΕΕ — representação permanente junto da União Europeia - στρατιωτικό δίκαιο — direito militar - μέθοδος εκμάθησης — método de aprendizagem - μνημοτεχνική μέθοδος — método mnemotécnico - ψυχομετρικό τεστ — teste psicométrico - συμφωνία Κοτονού — acordo de Cotonu - περιφέρειες της Πολωνίας — regiões da Polónia - περιφέρειες της Σλοβενίας — regiões da Eslovénia - περιφέρειες της Τσεχικής Δημοκρατίας — regiões da República Checa - περιφέρειες της Σλοβακίας — regiões da Eslováquia - Gorenjska — Gorenjska - Goriška — Goriška - Νοτιοανατολική Σλοβενία — Eslovénia Sudeste - Koroška — Koroška - Notranjsko-kraška — Notranjsko-kraška - Obalno-kraška — Obalno-kraška - Podravska — Podravska - Pomurska — Pomurska - Savinjska — Savinjska - Spodnjeposavska — Spodnjeposavska - Zasavska — Zasavska - Κεντρική Σλοβενία — Eslovénia Central - Περιοχή Μπρατισλάβας — região de Bratislava - Περιοχή της Trnava — região de Trnava - Περιοχή της Trenčín — região de Trenčín - Περιοχή της Nitra — região de Nitra - Περιοχή της Banská Bystrica — região de Banská Bystrica - Περιοχή της Prešov — região de Prešov - Περιοχή της Košice — região de Košice - Νότια Βοημία — Boémia do Sul - Hradec Králové — Hradec Králové - Karlovy Vary — Karlovy Vary - Liberec — Liberec - Νότια Μοραβία — Morávia do Sul - Μοραβία-Σιλεσία — Morávia-Silésia - Olomouc — Olomouc - Pardubice — Pardubice - Pilsen — Pilsen - Πράγα — Praga - Ustí — Ustí - Vysočina — Vysočina - Zlín — Zlín - Κεντρική Βοημία — Boémia Central - Περιοχή της Žilina — região de Žilina - περιφέρειες της Εσθονίας — regiões da Estónia - Βόρεια Εσθονία — Estónia do Norte - Δυτική Εσθονία — Estónia Ocidental - Κεντρική Εσθονία — Estónia Central - Βόρειοανατολική Εσθονία — Estónia Nordeste - Νότια Εσθονία — Estónia do Sul - περιφέρειες της Λετονίας — regiões da Letónia - Latgale — Latgale - Ρίγα — Riga - Vidzeme — Vidzeme - Kurzeme — Kurzeme - Zemgale — Zemgale - περιφέρειες της Λιθουανίας — regiões da Lituânia - Alytus — Alytus - Kaunas — Kaunas - Klaipėda — Klaipėda - Marijampolė — Marijampolė - Panevėžys — Panevėžys - Šiauliai — Šiauliai - Tauragė — Tauragė - Telšiai — Telšiai - Utena — Utena - Βίλνιους — Vilnius - περιφέρειες της Ουγγαρίας — regiões da Hungria - Oulu — Oulu - Δυτική Φινλανδία — Finlândia Ocidental - Αττική — Ática - Δυτική Ελλάδα — Grécia Ocidental - Κεντρική Μακεδονία — Macedónia Central - Ανατολική Μακεδονία και Θράκη — Macedónia Oriental e Trácia - Δυτική Μακεδονία — Macedónia Ocidental - Βόρειο Αιγαίο — Egeu do Norte - Νότιο Αιγαίο — Egeu do Sul - Νότιο Alföld — Alfold do Sul - Βόρειο Alföld — Alfold do Norte - Κεντρική Ουγγαρία — Hungria Central - Βόρεια Ουγγαρία — Hungria do Norte - Κεντρική Υπερδουναβία — Transdanúbia Central - Νότια Υπερδουναβία — Transdanúbia do Sul - Δυτική Υπερδουναβία — Transdanúbia Ocidental - διανοητικό κεφάλαιο — capital intelectual - Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδοµένων — Autoridade Europeia para a Protecção de Dados - EPSO — EPSO - δικαστικός έλεγχος — controlo jurisdicional - ανοικτή μέθοδος συντονισμού — método aberto de coordenação - νανοτεχνολογία — nanotecnologia - ευρωπαϊκή πολτική γειτονίας — política europeia de vizinhança - PNUCID — PNUCID - σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα — parceria público-privado - διπλωματικό πρωτόκολλο — protocolo diplomático - Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα — Agência Europeia da Segurança Marítima - Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας — Agência Europeia para a Segurança da Aviação - EΟΑΔΠ — ENISA - ψηφιακό χάσμα — fosso digital - πολιτική σε θέματα γλώσσας — política linguística - κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης — responsabilidade social das empresas - μέθοδος ταχείας ανάγνωσης — método de leitura rápida - παράβαση κώδικα οδικής κυκλοφορίας — infracção ao código da estrada - παγοθραυστικό — quebra-gelo - επίδομα μέριμνας — subsídio de assistência - αυτόκλητη ηλεκτρονική διαφήμιση — publicidade electrónica não solicitada - οργανωτικό πνεύμα — cultura organizacional - στήριξη για την επανατοποθέτηση — ajuda à reintegração profissional - διεύθυνση στο Διαδίκτυο — endereço internet - οικονομία της γνώσης — economia do conhecimento - διάσκεψη προέδρων — conferência dos presidentes - Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέµατα ασφάλειας — Instituto de Estudos de Segurança da União Europeia - Δορυφορικό Κέντρο της ΕΕ — Centro de Satélites da União Europeia - βλαστοκύτταρο — célula estaminal - μετεγκατάσταση — deslocalização -