Conteùdo de sensagent
Últimas investigações no dicionário :
calculado em 0.0s
certo — κάποιος, σχετικός - certains (fr) - several (en) - vários — αρκετοί, μερικοί - alguns — έναν, κάμποσα, κάμποσες, κάμποση, κάμποσης, κάμποσο, κάμποσοι, κάμποσος, κάμποσου, κάμποσους, κάμποσων, κάποια, κάποιας, κάποιες, κάποιο, κάποιοι, κάποιος, κάποιου, κάποιους, κάποιων, μία, μερικά, μερικές, μερικοί, μερικούς, μερικών - algum — ένα, ένας, κάμποσα, κάμποσες, κάμποση, κάμποσης, κάμποσο, κάμποσοι, κάμποσος, κάμποσου, κάμποσους, κάμποσων, κάποια, κάποιας, κάποιες, κάποιο, κάποιοι, κάποιος, κάποιου, κάποιους, κάποιων, μερικά, μερικές, μερικοί, μερικούς, μερικών, μια - algumas, certo número de, uns poucos, vários — αρκετοί, μερικοί - emuitos, muita, muitas, muito, muito/grande, muitos, numerosos, um monte de, vários — αρκετός, κάμποσος, πολοί[Spéc.]
-